-
1 πρωκτός
-
2 πρωκτός
πρωκτός, ὁ, der Hintere, der Steiß, eigtl. der After; auch der Mastdarm -
3 στενό-πρωκτος
στενό-πρωκτος, mit schmalem Hinterm, Phot.
-
4 σῡκό-πρωκτος
σῡκό-πρωκτος, mit Feigwarzen am Hintern, Hesych.
-
5 χαυνό-πρωκτος
χαυνό-πρωκτος, mit schlaffem, weitem Hintern, durch unnatürliche Wollust erschlafft, Ar. Ach. 106.
-
6 εὐρύ-πρωκτος
-
7 δασύ-πρωκτος
δασύ-πρωκτος, mit rauchem Hintern, Plat. com. bei Ath. X, 456 a.
-
8 λευκό-πρωκτος
λευκό-πρωκτος, mit weißem Hintern, Callias bei Schol. Ar. Av. 151, = λευκόπυγος, weibisch, feig.
-
9 λακκό-πρωκτος
λακκό-πρωκτος, = εὐρύπρωκτος, Ar. Nubb. 1330; Cephisodor. bei Ath. XV, 689 f; vgl. Poll. 6, 127.
-
10 βάταλος
βάταλος, ὁ (βατέω), ein Weichling, cinaedus, VLL.; Clem. Al.; Spottname des Demosthenes, Aesch. 1, 126. 2, 99 Dem. 18, 180 Plut. Dem. 4, was Einige auf das Stottern in seiner Jugend beziehen wollten; ursprünglich ein Eigenname eines Flötenspielers, B. A. 221; nach Harpocr. von Eupolis = πρωκτός gebraucht.
-
11 δασύπρωκτος
δασύ-πρωκτος, u. δασύ-πυγος, mit rauhem Hintern -
12 εὐρύπρωκτος
εὐρύ-πρωκτος, mit weitem Hintern, Weitarsch, d. i. Ehebrecher -
13 λευκόπρωκτος
λευκό-πρωκτος, mit weißem Hintern; = λευκόπυγος, weibisch, feig -
14 στενόπρωκτος
-
15 σῡκόπρωκτος
-
16 χαυνόπρωκτος
χαυνό-πρωκτος, mit schlaffem, weitem Hintern, durch unnatürliche Wollust erschlafft
См. также в других словарях:
πρωκτός — anus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωκτός — Το εξωτερικό στόμιο του ορθού, από το οποίο αποβάλλονται τα κόπρανα του ανθρώπου και των περισσότερων ζώων. Ο π. αποτελεί έναν αγωγό με μήκος 1½ 2 εκ. που διαστέλεται. Σχηματίζεται μέσα στο οπίσθιο περίνεο, μπροστά από τον κόκκυγα και, στο βάθος … Dictionary of Greek
πρωκτός — ο το κάτω άκρο του απευθυσμένου, ο δακτύλιος, η έδρα, αλλ. κώλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρωκτοῦ — πρωκτός anus masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωκτούς — πρωκτός anus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωκτῶν — πρωκτός anus masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωκτῷ — πρωκτός anus masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωκτόν — πρωκτός anus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμόπρωκτος — θερμόπρωκτος, ον (Α) αυτός που επιζητεί πρωκτική ευνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + πρωκτος (< πρωκτός), πρβλ. ευρύ πρωκτος] … Dictionary of Greek
συκόπρωκτος — ον, Α πιθ. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που έχει αιμορροΐδες στον πρωκτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + πρωκτός (πρβλ. δασύ πρωκτος, λακκό πρωκτος)] … Dictionary of Greek
χαυνόπρωκτος — ον, Α (κωμική λ.) κίναιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαῦνος + πρωκτός (πρβλ. δασύ πρωκτος, εὐρύ πρωκτος)] … Dictionary of Greek