Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πρωκτός

См. также в других словарях:

  • πρωκτός — anus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωκτός — Το εξωτερικό στόμιο του ορθού, από το οποίο αποβάλλονται τα κόπρανα του ανθρώπου και των περισσότερων ζώων. Ο π. αποτελεί έναν αγωγό με μήκος 1½ 2 εκ. που διαστέλεται. Σχηματίζεται μέσα στο οπίσθιο περίνεο, μπροστά από τον κόκκυγα και, στο βάθος …   Dictionary of Greek

  • πρωκτός — ο το κάτω άκρο του απευθυσμένου, ο δακτύλιος, η έδρα, αλλ. κώλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρωκτοῦ — πρωκτός anus masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωκτούς — πρωκτός anus masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωκτῶν — πρωκτός anus masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωκτῷ — πρωκτός anus masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωκτόν — πρωκτός anus masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμόπρωκτος — θερμόπρωκτος, ον (Α) αυτός που επιζητεί πρωκτική ευνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + πρωκτος (< πρωκτός), πρβλ. ευρύ πρωκτος] …   Dictionary of Greek

  • συκόπρωκτος — ον, Α πιθ. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που έχει αιμορροΐδες στον πρωκτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + πρωκτός (πρβλ. δασύ πρωκτος, λακκό πρωκτος)] …   Dictionary of Greek

  • χαυνόπρωκτος — ον, Α (κωμική λ.) κίναιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαῦνος + πρωκτός (πρβλ. δασύ πρωκτος, εὐρύ πρωκτος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»