-
1 πρωΐ
πρωΐ, att. πρῴ, adv., früh, früh am Tage, früh Morgens; πρωῒ ὑπηοῖοι, Il. 8, 530. 18, 277. 303, Ggstz ὀψέ; auch c. gen., πρωῒ ἔτι τῆς ἡμέρης, noch früh am Tage, Her. 9, 101; vgl. Xen. Hell. 1, 1, 30, ἑκάστης ἡμέρας τὸ πρωῒ καὶ πρὸς ἑσπέραν, Morgens und Abends; Cyr. 1, 4, 17 u. sonst (vgl. die unter πρώ angeführten Beispiele aus der attischen Prosa); Tim. lex. Plat. erkl. πρῴ, ὄρϑρου βαϑέος, wie Phot. – Uebh. frühzeitig, Hes. O. 463, frg. 45; auch zu früh, vor der Zeit, πρῲ πρὶν γυμνασϑῆναι, Plat. Parmenid. 135 c. – Compar. πρωϊαίτερον; Plat. Phaed. 59 d; ἀπῆλϑον πρωϊαίτερον τοῦ δέοντος, Theaet. 150 e; u. superl. πρωϊαίτατα, sehr früh am Morgen, Xen. Cyr. 8, 8, 9; πρωϊαίτατα τῆς ἡλικίας, Plat. Prot. 326 c, u. A. – Nach Thom. Mag. besser πρωΐτε-ρον, πρωΐτατον, welche Form aber nicht in guten Attikern vorzukommen scheint; bei Thuc. 7, 19, τοῠ ἐπιγιγνομένου ἦρος εὐϑὺς ἀρχομένου πρωΐτατα οἱ Λακεδαιμόνιοι καὶ οἱ ξύμμαχοι ἐς τὴν Ἀττικὴν ἐςέβαλον, finden sich die v. l. πρωαίτατα u. πρωϊαίτατα, u. eben so 8, 101 πρωΐτερον μέσων νυκτῶν, wo Bekker πρωαίτερον, Andere πρωϊαίτερον haben.
-
2 πρωΐ
πρωΐ, früh, früh am Tage, früh Morgens; c. gen., πρωῒ ἔτι τῆς ἡμέρης, noch früh am Tage; ἑκάστης ἡμέρας τὸ πρωῒ καὶ πρὸς ἑσπέραν, Morgens und Abends. Übh. frühzeitig; zu früh, vor der Zeit; superl. πρωϊαίτατα, sehr früh am Morgen -
3 πρωϊ-σπορέω
πρωϊ-σπορέω, frühzeitig säen, Sp.
-
4 πρωϊ-καρπέω
πρωϊ-καρπέω, frühzeitige Früchte tragen, Theophr.
-
5 πρωϊ-καρπία
πρωϊ-καρπία, ἡ, frühzeitiges Früchtetragen, Theophr.
-
6 πρωϊ-ανθής
πρωϊ-ανθής, ές, früh blühend, Theophr., im Ggstz von ὀψιανϑής.
-
7 πρωϊ-βλαστέω
πρωϊ-βλαστέω, früh keimen, Theophr.
-
8 πρωϊ-βλαστία
πρωϊ-βλαστία, ἡ, frühzeitiges Keimen, Theophr.
-
9 πρωϊ-βλαστής
πρωϊ-βλαστής, ές, früh keimend, Theophr.
-
10 πρωΐ-σπορος
πρωΐ-σπορος, frühzeitig gesäet, Theophr.
-
11 πρωΐ-καρπος
πρωΐ-καρπος, frühzeitig Früchte tragend, Theophr.
-
12 πρωϊανθής
πρωϊ-ανθής, ές, früh blühend -
13 πρωϊβλαστέω
-
14 πρωϊβλαστής
πρωϊ-βλαστής, ές, früh keimend -
15 πρωϊβλαστία
πρωϊ-βλαστία, ἡ, frühzeitiges Keimen -
16 πρωϊκαρπέω
-
17 πρωϊκαρπία
πρωϊ-καρπία, ἡ, frühzeitiges Früchtetragen -
18 πρωΐκαρπος
-
19 πρωϊσπορέω
-
20 πρωΐσπορος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πρωί — πρωΐ ΝΜΑ, και αττ. τ. πρῴ ή πρώ και σε κώδικες πρῶϊ και πρῷ Α επίρρ. χρον. 1. κατά το χρονικό διάστημα πριν από την ανατολή τού ηλίου ή αμέσως μετά από αυτήν 2. κατά το διάστημα τής ημέρας που μεσολαβεί από την αυγή ώς το μεσημέρι 3. (με άρθρο ως … Dictionary of Greek
πρῶι — πρῶϊ , πρωί early in the day epic (indeclform adverb) πρῷ , πρωί early in the day attic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωί — early in the day indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωί — επίρρ. χρον. 1. ο χρόνος γύρω από την ανατολή του ήλιου: Σηκώνομαι πολύ πρωί. 2. το πριν από το μεσημέρι χρονικό διάστημα: Πρωί θα είμαι στο γραφείο. 3. ως ουσ., μόνο ονομαστ. και αιτ. εν., οι άλλες πτώσεις αναπληρώνονται με τη λέξη πρωινό: Όλο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρώι — πρῴ , πρωί early in the day indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρῷ — πρῶϊ , πρωί early in the day epic (indeclform adverb) πρωί early in the day attic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωίτατον — πρωί early in the day masc acc sg πρωί early in the day neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωίτερον — πρωί early in the day masc acc sg πρωί early in the day neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωιαίτατα — πρωί early in the day irreg̱superl indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωίτατα — πρωί early in the day neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωίτεροι — πρωί early in the day masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)