-
81 ἐπρυτάνευε
-
82 επρυτάνευεν
-
83 ἐπρυτάνευεν
-
84 επρυτάνευσα
-
85 ἐπρυτάνευσα
-
86 επρυτάνευσαν
-
87 ἐπρυτάνευσαν
-
88 επρυτάνευσε
-
89 ἐπρυτάνευσε
-
90 επρυτάνευσεν
-
91 ἐπρυτάνευσεν
-
92 κατεπρυτάνευε
κατά-πρυτανεύωto be: imperf ind act 3rd sg -
93 πρυτανευθήναι
-
94 πρυτανευθῆναι
-
95 πρυτανευθείσα
-
96 πρυτανευθεῖσα
-
97 πρυτανευθείσαν
-
98 πρυτανευθεῖσαν
-
99 πρυτανευομέναν
πρυτανευομένᾱν, πρυτανεύωto be: pres part mp fem acc sg (doric aeolic) -
100 πρυτανευούση
См. также в других словарях:
πρυτανεύω — to be pres subj act 1st sg πρυτανεύω to be pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυτανεύω — πρυτανεύω, πρυτάνευσα βλ. πίν. 19 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πρυτανεύω — ΝΑ, και αττ. τ. προτανεύω και φωκ. τ. βρυτανεύω Α (στην αρχ. Αθήνα) (για φυλή ή για πρόσ.) ασκώ το αξίωμα τού πρυτάνεως (α. «Ἀκαμαντὶς πρυτάνευε», Θουκ. β. «πρυτανεύσας τὴν πρώτην πρυτανείαν», Αντιφ.) νεοελλ. 1. είμαι πρύτανης πανεπιστημίου ή… … Dictionary of Greek
πρυτανεύω — πρυτάνευσα 1. ασκώ τα καθήκοντα του πρύτανη. 2. επικρατώ, θεωρούμαι καλύτερος, προτιμότερος: Τελικά πρυτάνευσε η σκέψη να δεχτούμε τα πράγματα όπως έχουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρυτανεύετε — πρυτανεύω to be pres imperat act 2nd pl πρυτανεύω to be pres ind act 2nd pl πρυτανεύω to be imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυτανεύσῃ — πρυτανεύω to be aor subj mid 2nd sg πρυτανεύω to be aor subj act 3rd sg πρυτανεύω to be fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυτανεύῃ — πρυτανεύω to be pres subj mp 2nd sg πρυτανεύω to be pres ind mp 2nd sg πρυτανεύω to be pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυτανευομένων — πρυτανεύω to be pres part mp fem gen pl πρυτανεύω to be pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυτανευόμενον — πρυτανεύω to be pres part mp masc acc sg πρυτανεύω to be pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυτανευόντων — πρυτανεύω to be pres part act masc/neut gen pl πρυτανεύω to be pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυτανεῦον — πρυτανεύω to be pres part act masc voc sg πρυτανεύω to be pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)