Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πρυτανεία

См. также в других словарях:

  • πρυτανεία — πρυτανείᾱ , πρυτάνειος of fem nom/voc/acc dual πρυτανείᾱ , πρυτάνειος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) πρυτανείᾱ , πρυτανεία presidency fem nom/voc/acc dual πρυτανείᾱ , πρυτανεία presidency fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυτανείᾳ — πρυτανείᾱͅ , πρυτάνειος of fem dat sg (attic doric aeolic) πρυτανείᾱͅ , πρυτανεία presidency fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυτανεία — (I) η, ΝΑ, και ιων. τ. πρυτανηΐη και αττ. τ. προτανία και προτανεία Α [πρυτανεύω] (στην αρχ. Αθήνα) 1. η θητεία τών πενήντα βουλευτών καθεμιάς από τις δέκα φυλές, που ισοδυναμούσε χρονικά με το 1/10 τού έτους 2. το αξίωμα ή η κυβέρνηση τών… …   Dictionary of Greek

  • πρυτανεία — η 1. το αξίωμα του πρύτανη. 2. η υπηρεσία γύρω από τον πρύτανη. 3. περίοδος θητείας του πρύτανη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρυτανεῖα — πρυτανεῖον the magistrates hall neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυτάνεια — πρυτάνειος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυτανείας — πρυτανείᾱς , πρυτάνειος of fem acc pl πρυτανείᾱς , πρυτάνειος of fem gen sg (attic doric aeolic) πρυτανείᾱς , πρυτανεία presidency fem acc pl πρυτανείᾱς , πρυτανεία presidency fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυτανείαν — πρυτανείᾱν , πρυτάνειος of fem acc sg (attic doric aeolic) πρυτανείᾱν , πρυτανεία presidency fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυτανεῖαι — πρυτανεία presidency fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυτανηίη — πρυτανεία presidency fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυτανείο(ν) — το / πρυτανεῑον, ΝΜΑ, και πρυτάνιον και ιων. τ. πρυτανήϊον και αιολ. τ. προτανήϊον και αττ. τ. προτανεῑον και κρητ. τ. βρυτανεῑον Α (στην αρχαιότητα) 1. δημόσιο οικοδόμημα που βρισκόταν αρχικά στην επονομαζόμενη αγορά τού Θησέως, η οποία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»