-
1 προανίσχη
προανίσχῃ, πρό, ἀνά-ἴσχωkeep back: pres subj mp 2nd sgπροανίσχῃ, πρό, ἀνά-ἴσχωkeep back: pres ind mp 2nd sgπροανίσχῃ, πρό, ἀνά-ἴσχωkeep back: pres subj act 3rd sg -
2 προανίσχῃ
προανίσχῃ, πρό, ἀνά-ἴσχωkeep back: pres subj mp 2nd sgπροανίσχῃ, πρό, ἀνά-ἴσχωkeep back: pres ind mp 2nd sgπροανίσχῃ, πρό, ἀνά-ἴσχωkeep back: pres subj act 3rd sg -
3 προανίσχει
προανίσχει, πρό, ἀνά-ἴσχωkeep back: pres ind mp 2nd sgπροανίσχει, πρό, ἀνά-ἴσχωkeep back: pres ind act 3rd sg -
4 προανίσχοντα
προανίσχοντα, πρό, ἀνά-ἴσχωkeep back: pres part act neut nom /voc /acc plπροανίσχοντα, πρό, ἀνά-ἴσχωkeep back: pres part act masc acc sg -
5 προανίσχουσι
προανίσχουσι, πρό, ἀνά-ἴσχωkeep back: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)προανίσχουσι, πρό, ἀνά-ἴσχωkeep back: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
6 προανισχούσαις
προανισχούσαις, πρό, ἀνά-ἴσχωkeep back: pres part act fem dat pl (attic epic doric ionic) -
7 προανισχούσης
προανισχούσης, πρό, ἀνά-ἴσχωkeep back: pres part act fem gen sg (attic epic ionic) -
8 προανίσχοι
προανίσχοῑ, πρό, ἀνά-ἴσχωkeep back: pres opt act 3rd sg -
9 προανίσχοντος
προανίσχοντος, πρό, ἀνά-ἴσχωkeep back: pres part act masc /neut gen sg -
10 προανίσχουσα
προανίσχουσα, πρό, ἀνά-ἴσχωkeep back: pres part act fem nom /voc sg (attic epic doric ionic) -
11 προανίσχουσαν
προανίσχουσαν, πρό, ἀνά-ἴσχωkeep back: pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic)
См. также в других словарях:
προΐσχω — Α 1. (για παιδιά που έπαιζαν το παιχνίδι ποσίνδα) κρατώ προς τα εμπρός 2. μέσ. προΐσχομαι α) τεντώνω προς τα εμπρός κάτι για υπεράσπισή μου («χεῑρας προϊσχομένους», Θουκ.) β) κρατώ ενώπιον κάποιου γ) προεξέχω δ) μτφ. προφασίζομαι («καὶ ξυγγένειαν … Dictionary of Greek
προανίσχῃ — πρό , ἀνά ἴσχω keep back pres subj mp 2nd sg προανίσχῃ , πρό , ἀνά ἴσχω keep back pres ind mp 2nd sg προανίσχῃ , πρό , ἀνά ἴσχω keep back pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προανίσχει — πρό , ἀνά ἴσχω keep back pres ind mp 2nd sg προανίσχει , πρό , ἀνά ἴσχω keep back pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προανίσχοντα — πρό , ἀνά ἴσχω keep back pres part act neut nom/voc/acc pl προανίσχοντα , πρό , ἀνά ἴσχω keep back pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προανίσχουσι — πρό , ἀνά ἴσχω keep back pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προανίσχουσι , πρό , ἀνά ἴσχω keep back pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… … Wikipedia
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
λήστις — λῆστις, εως, ἡ (Α) 1. λήθη, λησμονιά («ὀρχηστύς θ ἅμα κακῶν τε λῆστις», Ευρ.) 2. φρ. «λῆστιν ἴσχω» λησμονώ, επιλανθάνομαι (Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *λᾱθ τις (< θ. λᾱθ τού λανθάνω, πρβλ. λήθη) με συριστικοποίηση τού θ προ τού τ (πρβλ. *πιθ τός > … Dictionary of Greek
προϊσχάνω — Α (ποιητ. τ.) προΐσχω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἰσχάνω, εκτετ. τ. τού ἴσχω «εμποδίζω, συγκρατώ»] … Dictionary of Greek
προανισχούσαις — πρό , ἀνά ἴσχω keep back pres part act fem dat pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προανισχούσης — πρό , ἀνά ἴσχω keep back pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)