-
1 προστεναζω
См. также в других словарях:
προστενάζει — πρό στενάζω sigh deeply pres ind mp 2nd sg πρό στενάζω sigh deeply pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστένω — και προστενάζω Α 1. αναστενάζω προηγουμένως 2. θρηνώ, οδύρομαι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στένω / στενάζω «θρηνώ μεγαλοφώνως, οδύρομαι»] … Dictionary of Greek