-
1 προ-σμήχω
-
2 προ-απο-σμήχω
προ-απο-σμήχω, vorher abwischen, Geopon.
-
3 προσμήχω
προ-σμήχω, vorher abreiben, reinigen -
4 προαποσμήχω
См. также в других словарях:
προσμηχθέντα — πρό σμήχω wipe off aor part pass neut nom/voc/acc pl πρό σμήχω wipe off aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσμηχε — πρό σμήχω wipe off pres imperat act 2nd sg πρό σμήχω wipe off imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσμηξάμενος — πρό σμήχω wipe off aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσμηχθέντων — πρό σμήχω wipe off aor part pass masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσμήχων — πρό σμήχω wipe off pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσμήχω — ΜΑ τρίβω και καθαρίζω κάτι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σμήχω «καθαρίζω, σπογγίζω»] … Dictionary of Greek
προσμήξας — προσμήξᾱς , πρό σμήχω wipe off aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)