-
1 προ-πωγώνιον
προ-πωγώνιον, τό, Vorderbart, Poll. 2, 80.
-
2 προπωγώνιον
προ-πωγώνιον, τό, Vorderbart
См. также в других словарях:
προπωγώνιον — τὸ, Α το πρωτοεμφανιζόμενο γένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * πωγώνιον (< πώγων «γένι»)] … Dictionary of Greek