-
1 προθορόντα
πρό-θρῴσκωleap: aor part act neut nom /voc /acc plπρό-θρῴσκωleap: aor part act masc acc sg -
2 προθορόντας
πρό-θρῴσκωleap: aor part act masc acc pl -
3 προθορόντες
πρό-θρῴσκωleap: aor part act masc nom /voc pl -
4 προθορόντι
πρό-θρῴσκωleap: aor part act masc /neut dat sg -
5 προθορών
πρό-θρῴσκωleap: aor part act masc nom sg -
6 προθρώσκω
προ - θρώσκω, aor. part. προθορών: spring forward. (Il.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > προθρώσκω
-
7 εκπροθορόντα
ἐκ, πρό-θρῴσκωleap: aor part act neut nom /voc /acc plἐκ, πρό-θρῴσκωleap: aor part act masc acc sg -
8 ἐκπροθορόντα
ἐκ, πρό-θρῴσκωleap: aor part act neut nom /voc /acc plἐκ, πρό-θρῴσκωleap: aor part act masc acc sg -
9 προέθρωσκον
προέθρωσκον, πρό-θρῴσκωleap: imperf ind act 3rd plπροέθρωσκον, πρό-θρῴσκωleap: imperf ind act 1st sg -
10 αποπροθορών
-
11 ἀποπροθορών
-
12 εκπροθορούσα
-
13 ἐκπροθοροῦσα
-
14 εκπροθορόντες
-
15 ἐκπροθορόντες
-
16 εκπροθορών
-
17 ἐκπροθορών
-
18 εκπροθόρησι
-
19 ἐκπροθόρῃσι
-
20 προθορείν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
προθορόντα — πρό θρῴσκω leap aor part act neut nom/voc/acc pl πρό θρῴσκω leap aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθορεῖν — πρό θρῴσκω leap aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθοροῦσα — πρό θρῴσκω leap aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθοροῦσιν — πρό θρῴσκω leap aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθορόντας — πρό θρῴσκω leap aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθορόντες — πρό θρῴσκω leap aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθορόντι — πρό θρῴσκω leap aor part act masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθορών — πρό θρῴσκω leap aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προέθρωσκον — πρό θρῴσκω leap imperf ind act 3rd pl προέθρωσκον , πρό θρῴσκω leap imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπροθορόντα — ἐκ , πρό θρῴσκω leap aor part act neut nom/voc/acc pl ἐκ , πρό θρῴσκω leap aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθρώσκω — Α πηδώ προς τα εμπρός, εφορμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + θρῴσκω «πηδώ, εφορμώ»] … Dictionary of Greek