-
1 προπιπτω
(fut. προπεσοῦμαι, aor. 2 προὔπεσον)1) падать вперед, припадатьοἱ δὲ προπεσόντες ἔρεσσον Hom. — они же, налегши (на весла), стали грести
2) падать ниц (с мольбой) Eur.3) попадать, вступать, входить(νάπει ποιάεντι Soph.)
4) устремляться вперед, заходить далеко(ἥ ναῦς προπίπτουσα Polyb.)
5) выдаваться вперед, выступать далеко(προπεπτωκὼς τόπος Arst.; προπεπτωκυῖα ὀφρύς Polyb.)
π. τινός и πρό τινος Polyb. — превышать что-л.
См. также в других словарях:
προπίτνω — Α (ποιητ. τ.) πέφτω πρηνής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πίτνω, ποιητ. τ. τού πίπτω] … Dictionary of Greek
προπετής — ές, ΝΜΑ, προπέτης, θηλ. έτισσα και παλ. τ. ις, Ν μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει προκλητικό ύφος, αυθάδης, θρασύς, ιταμός (α. «οἱ θρασεῑς καὶ προπετεῑς», Αριστοτ. β. «οἱ γλώσσῃ προπετεῑς», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. αυτός που έχει κλίση, που γέρνει προς… … Dictionary of Greek
προπίπτω — ΝΑ πέφτω προς τα εμπρός, κλίνω, γέρνω προς τα εμπρός («προπεσόντες ἔρεσσον», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (για ικέτη) πέφτω μπροστά στα πόδια κάποιου 2. πέφτω πρώτος στο πεδίο τής μάχης 3. ορμώ προς τα εμπρός, φέρομαι ορμητικά προς τα εμπρός 4. (για ποταμούς … Dictionary of Greek