-
1 προ-απο-βρέχω
προ-απο-βρέχω, vorher durch Anfeuchten erweichen, Galen., Geopon.
-
2 προαποβρέχω
См. также в других словарях:
προαποβεβρεγμένα — πρό , ἀπό βρέχω Acut. (Sp.) perf part mp neut nom/voc/acc pl προαποβεβρεγμένᾱ , πρό , ἀπό βρέχω Acut. (Sp.) perf part mp fem nom/voc/acc dual προαποβεβρεγμένᾱ , πρό , ἀπό βρέχω Acut. (Sp.) perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαποβεβρεγμένων — πρό , ἀπό βρέχω Acut. (Sp.) perf part mp fem gen pl προαποβεβρεγμένων , πρό , ἀπό βρέχω Acut. (Sp.) perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαποβρεχομένων — πρό , ἀπό βρέχω Acut. (Sp.) pres part mp fem gen pl προαποβρεχομένων , πρό , ἀπό βρέχω Acut. (Sp.) pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαποβρέξαντα — πρό , ἀπό βρέχω Acut. (Sp.) aor part act neut nom/voc/acc pl προαποβρέξαντα , πρό , ἀπό βρέχω Acut. (Sp.) aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαπόβρεχε — πρό , ἀπό βρέχω Acut. (Sp.) pres imperat act 2nd sg προαπόβρεχε , πρό , ἀπό βρέχω Acut. (Sp.) imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαποβρεχέσθωσαν — πρό , ἀπό βρέχω Acut. (Sp.) pres imperat mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαποβρέξας — προαποβρέξᾱς , πρό , ἀπό βρέχω Acut. (Sp.) aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαποβρέξειεν — πρό , ἀπό βρέχω Acut. (Sp.) aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαποβρέχειν — πρό , ἀπό βρέχω Acut. (Sp.) pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαποβρέχεται — πρό , ἀπό βρέχω Acut. (Sp.) pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαποβρέχονται — πρό , ἀπό βρέχω Acut. (Sp.) pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)