-
1 προυργιαιτερος
См. также в других словарях:
προυργιαίτερος — προὔργου serving for masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προὐργιαίτερος — προὔργου serving for masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)