-
1 πρό-ειμι
πρό-ειμι (s. εἶμι), vorgehen, weiter-, vorausgehen, vorrücken; προϊόντος τοῠ χρόνου, im Verlaufe der Zeit, Her. 3, 96; προϊούσης τῆς πόσιος, 6, 129, wie Plat. Legg. II, 671 a : προϊούσης τῆς νυκτός, Xen. An. 2, 2, 19, vgl. Cyr. 1, 5, 2. 8, 4, 13; πρόιϑί γε ἔτι εἰς τοὔμπροσϑεν, Plat. Gorg. 497 a; Soph. 261 b u. öfter; προϊόντος τοῠ λόγου, im Fortgange oder Verlaufe der Rede, Plat. Phaedr. 238 d Prot. 339 c u. öfter; εἰς ἄπειρον πρόεισιν, es geht ins Unendliche, Arist. 1, 2. 7; auch τὸν ἐξ οἰκέτου δεσπότην προϊόντα, Luc. Nigr. 20, der aus einem Sklaven zum Herrn vorgerückt, ein Herr geworden ist; οἱ προϊόντες πρὸς τὴν ἀρχήν, sind die Bewerber um das Amt, die Candidaten, Pol. 2, 2.
-
2 πρόειμι
πρό-ειμι, vorgehen, weiter-, vorausgehen, vorrücken; προϊόντος τοῠ χρόνου, im Verlaufe der Zeit; προϊόντος τοῠ λόγου, im Fortgange oder Verlaufe der Rede; εἰς ἄπειρον πρόεισιν, es geht ins Unendliche; τὸν ἐξ οἰκέτου δεσπότην προϊόντα, der aus einem Sklaven zum Herrn vorgerückt, ein Herr geworden ist; οἱ προϊόντες πρὸς τὴν ἀρχήν, die Bewerber um das Amt, die Candidaten--------------------------------
См. также в других словарях:
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek
ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… … Dictionary of Greek
ραδιενέργεια — Ιδιότητα ορισμένων στοιχείων να αποσυνθέτουν αυτόματα (φυσική ρ.) ή τεχνητά (τεχνητή ρ.) τους ατομικούς πυρήνες, με εκπομπή σωματιδιακών ακτινοβολιών (α και β) και ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας (γ). Οι πρώτες μελέτες επί της φυσικής ρ. ανάγονται … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… … Dictionary of Greek