Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

προχωρημένος

  • 1 προχωρημένος

    [прохоримэнос] επ. передовой.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προχωρημένος

  • 2 передовой

    передовой 1) πρωτοπόρος· \передовой отряд το προτωπόρο απόσπασμα 2) προχωρημένος (высокоразвитый); προοδευτικός (прогрессивный)' \передовойые страны οι προοδευτικές χώρες; \передовой метод η προοδευτική μέθοδος ◇ \передовойая статья το κύριο άρθρο
    * * *

    передово́й отря́д — το προτωπόρο απόσπασμα

    передовы́е стра́ны — οι προοδευτικές χώρες

    передово́й ме́тод — η προοδευτική μέθοδος

    ••

    передова́я статья́ — το κύριο άρθρο

    Русско-греческий словарь > передовой

  • 3 передовой

    передов||о́й
    прил
    1. πρωτοπόρος, προοδευμένος, προχωρημένος:
    \передовойая линия ἡ πρώτη γραμμή· \передовой отряд прям., перен τό πρωτοπόρο ἀπόσπασμα· \передовой пост τό προκεχωρημένο φυλάκιο·
    2. (прогрессивный) προοδευτικός:
    \передовойые взгляды οἱ προοδευτικές ἀντιλήψεις, οἱ προοδευτικές Ιδέες· \передовойая техника ἡ πρωτοπόρο τεχνική· ◊ \передовойая статья τό κύριο ἄρθρο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > передовой

  • 4 глухой

    επ., βρ: глух, -а, -о; глуше.
    1. κουφός, κωφός•

    глухой от рождения κουφός γεννητάτος.

    || μτφ. αδιάφορος•

    он глух ко всем просьбам αυτός ειναι αδιάφορος σ’ όλες τις παρακλήσεις.

    2. υπόκωφος, βαθύς, σαν από βάθος προερχόμενος. || κρυφός, άδηλος, αφανέρωτος•

    -ое недовольствие κρυφή δυσαρέσκεια.

    3. πυκνός, αδιαπέραστος από χαμόκλαδα• άγριος.
    4. απόμακρος, απομακρυσμένος• απόκεντοος. || έρημος, ασύχναστος•

    -ая улица νεκρή οδός.

    5. Κατάκλειστός, κλειστός από παντού.
    6. μτφ. βαθύς, προχωρημένος (για νύχτα, φθινόπωρο).
    εκφρ.
    -ое время ή -ая пора – καιρός μαρασμού, παρακμής, νεκρή εποχή•
    - ая дверь – ψευτόπορτα•
    - ое окно – ψευτοπαράθυρο•
    - ая стена – τυφλός τοίχος (χωρίς πόρτα και παράθυρα)•
    - ая -крапива – είδος τσουκνίδας που δεν προκαλεί κνησμό•
    - согласный – άηχο σύμφωνο•
    - ая плотина – φράγμα χωρίς οπές•
    глухой хирургический шов – συρραφή των χειλέων πληγής.

    Большой русско-греческий словарь > глухой

  • 5 поздний

    -яя, -ее
    επ.
    1. προχωρημένος, περασμένος•

    поздний час περασμένη ώρα•

    они засиделись до -ей ночи αυτοί κάθισαν ως αργά τη νύχτα•

    -яя осень τέλος του Φθινοπώρου.

    || τελευταίος•

    поздний эллинизм η τελευταία ελληνιστική περίοδος•

    поздний романтизм η τελευταία περίοδος του ρωμαντισμού.

    2. καθυστερημένος, αργοπορημένος. || όψιμος•

    -ие цветы όψιμα άνθη.

    || απομακρυσμένος, μακρινός•

    -ие потомки μακρινοί απόγονοι.

    εκφρ.
    самое -ее – το αργότερο.

    Большой русско-греческий словарь > поздний

См. также в других словарях:

  • προχωράω — / προχωρώ, προχώρησα, προχωρημένος βλ. πίν. 58 και πρβλ. προχωρώ Σημειώσεις: προχωράω – προχωρώ : η κλίση κατά το θεωρώ εμφανίζεται κυρίως σε επίσημο ύφος λόγου. Η μτχ. προχωρημένος απαντάται ως επίθετο, με τις έννοιες αυτός που βρίσκεται προς το …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προχωρώ — προχωρώ, προχώρησα, προχωρημένος βλ. πίν. 73 και πρβλ. προχωράω Σημειώσεις: προχωράω – προχωρώ : η κλίση κατά το θεωρώ εμφανίζεται κυρίως σε επίσημο ύφος λόγου. Η μτχ. προχωρημένος απαντάται ως επίθετο, με τις έννοιες αυτός που βρίσκεται προς το… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • άκρος — α, ο (Α ἄκρος, α, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στην άκρη, ακρινός, ακριανός, ακραίος 2. αυτός που έφτασε στον ανώτατο βαθμό τής ιδιότητας του, πρώτος, υπέροχος, έξοχος 3. (για καταστάσεις) απόλυτος, πλήρης, τέλειος 4. (ως μαθημ. όρος, συνήθ. στον… …   Dictionary of Greek

  • βαθύς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ., 577 κάτ.) της Καλύμνου. Βρίσκεται στα ανατολικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλυμνίων του νομού Δωδεκανήσου. * * * βαθιά, βαθύ (AM βαθύς, εῑα, ύ). Ι. 1. αυτός που έχει βάθος ή βρίσκεται σε… …   Dictionary of Greek

  • πλατύς — (I) ιά, ύ, θηλ., και εία / πλατύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, ιων. τ. θηλ. πλατέα Α αυτός που έχει πλάτος σχετικά μεγάλο, ευρύς, φαρδύς νεοελλ. 1. μτφ. α) (για πρόσ.) αυτός τού οποίου η σκέψη αγκαλιάζει ευρείες περιοχές τού πνεύματος, που μπορεί να εξετάσει… …   Dictionary of Greek

  • πλειονομοιρώ — έω, Α έχω περισσότερες μοίρες, περισσότερα μέρη, είμαι πολύ προχωρημένος στον ζωδιακό κύκλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλείων, ονος + μοιρῶ (< μοιρος < μοῖρα)] …   Dictionary of Greek

  • πρόκοπος — ον, Α [προκόπτω] προχωρημένος …   Dictionary of Greek

  • Βεάκης, Αιμίλιος — (Πειραιάς 1884 – Αθήνα 1951). Ηθοποιός του θεάτρου, από τους σημαντικότερους του 20ού αι. Μικρός έμεινε ορφανός και μεγάλωσε στα χέρια στοργικών συγγενών του, ενώ νωρίς αισθάνθηκε κλίση προς το θέατρο και τη ζωγραφική. Το 1900, προτού καν… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Θήβας — Το Μουσείο της Θήβας (Θρεψιάδου 1, πλατεία Κεραμοπούλου) στεγάζει μια αντιπροσωπευτική συλλογή ευρημάτων του νομού Βοιωτίας, που καλύπτουν χρονικά όλη την περίοδο της πλούσιας προϊστορίας και ιστορίας αυτού του σημαντικού για την ιστορία της… …   Dictionary of Greek

  • βαθύς, -ιά, -ύ — 1.που έχει βάθος: Τον κατάπιε η βαθιά θάλασσα. 2. βαρύς, ληθαργικός: Έπεσε σε βαθύ ύπνο. 3. μεγάλος, πλήρης: Ξέσπασε βαθιά πολιτική κρίση. 4. προχωρημένος χρονικά: Έζησε ως τα βαθιά γεράματα. 5. σκούρος, σκοτεινός: Βαθύ πράσινο χρώμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καραμπινάτος — η, ο έντονος, (σε αρρώστιες) προχωρημένος, ολοφάνερος, σε πλήρη εξέλιξη: Kαραμπινάτη γρίπη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»