-
1 προφήτης
προ-φήτης, ὁ, der der Götter Willen über die Zukunft ausspricht, der Vorhersager, Prophet; der Becher γλυκὺν κώμου προφάταν, der den κῶμος vorher ankündigt; ϑέρεος, von der Tettir, die Verkündigerinn des Sommers; προφήτης ἀληϑείας καὶ παῤῥησίας, der die Wahrheit verkündigt -
2 ψευδο-προφήτης
ψευδο-προφήτης, ὁ, falscher Prophet, Lügenprophet, Sp., wie Ev. Matth. 7, 15.
-
3 προ-φήτης
προ-φήτης, ὁ, der der Götter Willen über die Zukunft ausspricht, der Vorhersager, Prophet; Διὸς ὑψίστου προφάταν ἔξοχον Τειρεσίαν, Pind. N. 1, 60; ἀοίδιμος, frg. 60; den Becher nennt er γλυκὺν κώμου προφάταν, der den κῶμος (s. d. W.) vorher ankündigt, N. 9, 50; Διὸς προφήτης δ' ἐστὶ Λοξίας πατρός, Aesch. Eum. 19, u. öfter; Βάκχου, Νηρέως, Eur. Rhes. 972 Or. 364; auch als fem. gebraucht, Bacch. 551; Ar. Ar. 972; Her. 8, 36. 37. 135. 9, 34; ϑέρεος, von der Tettir, Anacr. 32, 11, die Verkündigerinn des Sommers; Plat. Phaedr. 262 d die Dichter Μουσῶν προφῆται, u. sonst; u. Sp., προφήτης ἀληϑείας καὶ παῤῥησίας, der die Wahrheit verkündigt, Luc. Vit. auct. 8; Gall. 18 u. öfter; S. Emp. adv. gramm. 53 nennt den Timon ὁ πρ. τῶν Πύῤῥωνος λόγων.
-
4 προ-φητικός
προ-φητικός, ή, όν, was zum προφήτης gehört, prophetisch, Sp., wie Luc. Alex. 60; bes. K. S.
-
5 προ-φάντωρ
προ-φάντωρ, ορος, ὁ, = προφήτης, Nicet.
-
6 προ-φήτωρ
-
7 προ-φῆτις
προ-φῆτις, ιδος, ἡ, fem. von προφήτης; Eur. Ion 42. 321; ἡ ἐν Δελφοῖς, Plat. Phaedr. 244 a; ἡ πρ. γραμματικὴ αὐτῶν, S. Emp. adv. gramm. 279.
-
8 συμ-προ-φητεύω
συμ-προ-φητεύω, mit, zugleich ein προφήτης od. eine προφῆτις sein, Plut. de Her. malign. 23.
-
9 προφητικός
προ-φητικός, ή, όν, was zum προφήτης gehört, prophetisch -
10 συμπροφητεύω
συμ-προ-φητεύω, mit, zugleich ein προφήτης od. eine προφῆτις sein -
11 ψευδοπροφήτης
ψευδο-προφήτης, ὁ, falscher Prophet, Lügenprophet
См. также в других словарях:
προφήτης — one who speaks for a god and interprets his will masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφήτης — Όρος που σημαίνει κυρίως αυτός που μιλά εξ ονόματος ενός θεού και ερμηνεύει τη θέλησή του στους ανθρώπους. Τη μεγαλύτερη σημασία απέκτησαν οι π. στην ιστορία του Ισραήλ: ήδη ο Αβραάμ ονομάζεται π. και για τον Μωυσή λέγεται ότι δεν εμφανίστηκε… … Dictionary of Greek
προφήτης — ο 1. αυτός που προφητεύει, που προλέγει τα μέλλοντα: Οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης προείπαν τον ερχομό του Χριστού. 2. επίθ. του Μωάμεθ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Προφήτης Ηλίας — I Oνομασία 17 οικισμών. 1. Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 330 μ.), στην πρώην επαρχία Γυθείου, του νομού Λακωνίας. Yπάγεται διοικητικά στον δήμο Μυρσίνης. 2. Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.), στην πρώην επαρχία Καλαμών, του νομού Μεσσηνίας.… … Dictionary of Greek
Άγαβος — Προφήτης που έζησε στα χρόνια των Αποστόλων, ίσως ένας από τους 72 μαθητές του Χριστού. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο στην Αντιόχεια. Στις Πράξεις των Αποστόλων αναφέρονται δύο προφητείες του, μία για την πείνα που επικράτησε στα χρόνια του… … Dictionary of Greek
προφῆτα — προφήτης one who speaks for a god and interprets his will masc voc sg προφήτης one who speaks for a god and interprets his will masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αχιά ή Αχιγιά — Προφήτης και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Έδρασε κατά τους χρόνους του Σολομώντα (966 926 π.Χ.) και Ιεροβοάμ Α’ (926 911 π.Χ.). Καταγόταν από τη Σηλών και ανήκε στον προφητικό κύκλο του Σαμουήλ. Η μνήμη του τιμάται στις 12 Νοεμβρίου … Dictionary of Greek
Ιωάδ — Προφήτης και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η μνήμη του τιμάται στις 3 Μαρτίου … Dictionary of Greek
προφητέων — προφήτης one who speaks for a god and interprets his will masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφητῶν — προφήτης one who speaks for a god and interprets his will masc gen pl προφητάζω fut part act masc voc sg προφητάζω fut part act neut nom/voc/acc sg προφητάζω fut part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφήταιν — προφήτης one who speaks for a god and interprets his will masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)