-
1 προυσελούμεν
προυσελέωtreat with contumely: pres ind act 1st pl (attic epic doric)προυσελέωtreat with contumely: imperf ind act 1st pl (attic epic doric) -
2 προυσελοῦμεν
προυσελέωtreat with contumely: pres ind act 1st pl (attic epic doric)προυσελέωtreat with contumely: imperf ind act 1st pl (attic epic doric) -
3 προυσελέω
A treat with contumely, outrage, maltreat, ( προσηλούμενον with ε written over η, cod.[voice] Med.; προσελούμενον cett.);οὓς μὲν ἴσμεν εὐγενεῖς.. προυσελοῦμεν Ar.Ra. 730
cod.Rav. ( προς- cett.,προυγελοῦμεν Stob.
): προσηλούμενον is written in codd. of Ael.Ep.3; Hsch. has προσέλει· προπηλακίζει, προυγελεῖν· προπηλακίζειν, ὑβρίζειν; cf.προυσελεῖν λέγουσι τὸ ὑβρίζειν EM690.11
; προσελοῦμεν· προπηλακίζομεν, ἐλαύνομεν, εἰσβάλλομεν, Suid.—The etym. is unknown.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προυσελέω
См. также в других словарях:
προυσελοῦμεν — προυσελέω treat with contumely pres ind act 1st pl (attic epic doric) προυσελέω treat with contumely imperf ind act 1st pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προυσελώ — έω, Α προπηλακίζω, βρίζω («οὕς μὲν ἴσμεν εὐγενεῑς προυσελοῡμεν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σημ. τού ρ. «προπηλακίζω, βρίζω» έχει οδηγήσει στην υπόθεση ότι ο τ. προυσελῶ (< *προ εσ ελῶ) συνδέεται με τη λ. ἕλος και είχε αρχικά τη… … Dictionary of Greek