-
1 προτου
-
2 προτού
1. σύνδ. до; прежде чем; до того как;νυχτώσει — до наступления темноты;προτού μιλήσεις πρέπει να σκεφθείς — прежде чем сказать, надо подумать;
2. επίρρ. раньше, прежде, ранее;λίγες ημέρες προτού — несколькими днями раньше
-
3 προτού
[проту] επίρ прежде, раньше. -
4 Άναβε το λυχνάρι σου προτού σε πιάσει η νύχτα
– Άναβε το λυχνάρι σου προτού σε πιάσει η νύχτα– Αν δε θέλεις να πεινάς, τη δουλειά να μην ξεχνάς– Μην περιμένεις να διψάσεις για να φέρεις νερό– Όποιος έχει νου και γνώση, πριν πεινάσει θα ζυμώσει– Σήκωσε τα μπατζάκια σου προτού δεις το ποτάμι• Готовь сани летом, а телегу зимойИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Άναβε το λυχνάρι σου προτού σε πιάσει η νύχτα
-
5 Σήκωσε τα μπατζάκια σου προτού δεις το ποτάμι
– Άναβε το λυχνάρι σου προτού σε πιάσει η νύχτα– Αν δε θέλεις να πεινάς, τη δουλειά να μην ξεχνάς– Μην περιμένεις να διψάσεις για να φέρεις νερό– Όποιος έχει νου και γνώση, πριν πεινάσει θα ζυμώσει– Σήκωσε τα μπατζάκια σου προτού δεις το ποτάμι• Готовь сани летом, а телегу зимойИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Σήκωσε τα μπατζάκια σου προτού δεις το ποτάμι
-
6 Όποιος έχει νου και γνώση, πριν πεινάσει θα ζυμώσει
– Άναβε το λυχνάρι σου προτού σε πιάσει η νύχτα– Αν δε θέλεις να πεινάς, τη δουλειά να μην ξεχνάς– Μην περιμένεις να διψάσεις για να φέρεις νερό– Όποιος έχει νου και γνώση, πριν πεινάσει θα ζυμώσει– Σήκωσε τα μπατζάκια σου προτού δεις το ποτάμι• Готовь сани летом, а телегу зимойИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όποιος έχει νου και γνώση, πριν πεινάσει θα ζυμώσει
-
7 Αν δε θέλεις να πεινάς, τη δουλειά να μην ξεχνάς
– Άναβε το λυχνάρι σου προτού σε πιάσει η νύχτα– Αν δε θέλεις να πεινάς, τη δουλειά να μην ξεχνάς– Μην περιμένεις να διψάσεις για να φέρεις νερό– Όποιος έχει νου και γνώση, πριν πεινάσει θα ζυμώσει– Σήκωσε τα μπατζάκια σου προτού δεις το ποτάμι• Готовь сани летом, а телегу зимойИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Αν δε θέλεις να πεινάς, τη δουλειά να μην ξεχνάς
-
8 Μην περιμένεις να διψάσεις για να φέρεις νερό
– Άναβε το λυχνάρι σου προτού σε πιάσει η νύχτα– Αν δε θέλεις να πεινάς, τη δουλειά να μην ξεχνάς– Μην περιμένεις να διψάσεις για να φέρεις νερό– Όποιος έχει νου και γνώση, πριν πεινάσει θα ζυμώσει– Σήκωσε τα μπατζάκια σου προτού δεις το ποτάμι• Готовь сани летом, а телегу зимойИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μην περιμένεις να διψάσεις για να φέρεις νερό
-
9 Των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν
– Άναβε το λυχνάρι σου προτού σε πιάσει η νύχτα– Αν δε θέλεις να πεινάς, τη δουλειά να μην ξεχνάς– Μην περιμένεις να διψάσεις για να φέρεις νερό– Όποιος έχει νου και γνώση, πριν πεινάσει θα ζυμώσει– Σήκωσε τα μπατζάκια σου προτού δεις το ποτάμι• Готовь сани летом, а телегу зимойИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν
-
10 προ
Iadv.1) спереди, впереди(πρὸ μὲν ἄλλοι, αὐτὰρ ἐπ΄ ἄλλοι Hom.)
Ἰλιόθι πρό Hom. — перед Илионом2) впередἐξάγειν πρὸ φόωσδε Hom. — произвести на свет;
οὐρανόθι πρό Hom. — вперед к небу3) прежде, ранееἠῶθι πρό Hom. — перед зарей;
πρό οἱ εἴπομεν Hom. — мы ему предсказали4) раньше времени, преждевременно(πρό - v. l. πρῴ - γε στενάζεις Aesch.)
II1) впереди, перед(πτόλιος Hom., τειχέων Aesch.)
πρὸ βασιλέως τεταγμένοι ἦσαν Xen. — (всадники) были выстроены перед царем;τὰ πρὸ ποδῶν Xen. — ближайшее пространство (досл. находящееся перед ногами);τὰ πρὸ χειρῶν καὴ τὰ ἐν δόμοις Soph. — то, что (ты видишь) перед собой, и то, что (увидишь) дома2) впередπρὸ ὁδοῦ γίγνεσθαι Hom. — пройти вперед;
πρὸ αὐτῶν κύνες ἤϊσαν Hom. — впереди их побежали собаки3) за, в защиту, в интересах(μάχεσθαι πρό τινος Hom.; πρὸ τῆς Ἑλλάδος ἀποθνῄσκειν Her.)
βεβουλεῦσθαι πρό τινος Xen. — послужить чьим-л. интересам4) от имени(ἐρῶ πρὸ τῶνδε Soph.)
π. ἄλλων πολλέν χάριν ἔχειν τινί Plat. — от лица других выразить горячую благодарность кому-л.5) предпочтительно, преимущественно передτὴ πρό τινος αἰνῆσαι Pind., ποιεῖσθαι Isocr., κρίνειν и αἱρεῖσθαι Thuc., Plat. — предпочитать что-л. чему-л.;
πρὸ πολλοῦ ποιεῖσθαι Isocr. — высоко ставить (ср. 7);τὴ πρό τινος τιμᾶσθαι Thuc. — ценить что-л. выше чего-л.6) вместо, взаменοὐδεὴς ἄλλος πρὸ σεῦ Her. — никто помимо тебя;διώκειν γῆν πρὸ γῆς Arph. — преследовать из страны в страну7) ранее, перед, доπρὸ ἡμέρας Xen. — до наступления дня;πρὸ τῶν Τρωϊκῶν Thuc. — до Троянской войны;πρὸ τοῦ θανάτου Plat. и πρὸ τοῦ θανεῖν Soph. — перед смертью;πρὸ πολλοῦ Her. — задолго (до этого), давно (ср. 5);πρὸ μικροῦ Plut. — недавно;οἱ πρὸ ἐμοῦ Thuc. — мои предшественники;πρὸ ἐνιαυτοῦ Plut. — за год до этого, годом раньше8) из-за, вследствиеπρὸ φόβοιο Hom. — из страха;
πρὸ τῶνδε Soph. — вследствие этих обстоятельствприставка со знач.:1) перед, впереди (πρόδομος)2) вперед или наружу (προφέρω)3) за, в защиту (προμάχομαι)4) предпочтительно, больше (προτιμάω)5) перед, раньше, до (προπάτωρ)6) заранее, наперед (προαγγέλλω)7) вблизи (πρόχειρος)8) преждевременно (πρόωρος)9) усиления (πρόπαλαι)
См. также в других словарях:
προτού — προτοῡ ΝΑ (σύνδ. χρον.) πριν από (α. «άναβε το λυχνάρι σου προτού να σε βρει η νύχτα», παροιμ. θ. «ξυπνάει προτού χαράξει» γ. «προτοῡ ἐγκλεισθῶ» προτού αποχωρίσω από τον κόσμο και κλειστώ σε μοναστήρι, Μόσχ. Ι. δ. «ξύμμαχοί τε γὰρ οὐδενὸς πω ἐν… … Dictionary of Greek
προτού — σύνδ. χρον. και επίρρ., πριν, προηγουμένως: Προτού φύγω θα σε ειδοποιήσω. – Προτού λίγες μέρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προτοῦ — προσίημι let come to aor imperat mid (attic epic doric) προτοῦ indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
αμυγδαλιά — Καρποφόρο δέντρο της οικογένειας των ροδιδών (δικότυλα). Τυπικό μεσογειακό δέντρο, η α. είναι πιθανότατα ιθαγενής της Μ. Ασίας και φαίνεται ότι η καλλιέργειά της διαδόθηκε στις άλλες μεσογειακές χώρες από τους Έλληνες και τους Ρωμαίους. Στην… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
μεταξοσκώληκας — Κοινή ονομασία της προνύμφης του λεπιδόπτερου εντόμου Bombyx ή Sericaria mori, της οικογένειας των βομβυκιδών, η οποία παράγει το μετάξι. Ο μ. έχει επίμηκες σώμα και τρέφεται αποκλειστικά με φυτά μουριάς. Η προνύμφη αυτή υφίσταται τέσσερις… … Dictionary of Greek
μηπρίν — και μηπρού (Μ) (σύνδ.) μήπως προηγουμένως, μήπως προτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μή + πρίν. Ο τ. μηπρού με επίδραση συνδέσμων ή επιρρ. σε ου (πρβλ. προτού, αφού) ή, κατ άλλους, με β συνθετικό τον τ. προῦ* τού πριν] … Dictionary of Greek
νωρίς — και ενωρίς επίρρ. 1. προτού έλθει ή προτού περάσει ο καθορισμένος χρόνος, γρήγορα (α. «έφυγε νωρίς από τη δουλειά του» β. «είναι πολύ νωρίς ακόμη για να εμφανιστεί») 2. έγκαιρα, πάνω στην ώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ενωρίς σχηματίστηκε από τη φρ. ἐν… … Dictionary of Greek
ουδετερότητα — Νομική ή πραγματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται τα κράτη τα οποία δεν παίρνουν μέρος σε πόλεμο που διεξάγεται μεταξύ άλλων κρατών. Η ο. ως νομική κατάσταση στηρίζεται σε μια σειρά κανόνων του διεθνούς δικαίου που αποβλέπουν από το ένα μέρος… … Dictionary of Greek
πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… … Dictionary of Greek