-
1 προσμυθεομαι
дор. προτῐμῡθέομαι и ποτῐμῡθέομαι обращаться с речью(οὐδέ τινα ἰδεῖν οὐδὲ προτιμυθήσασθαι Hom.; ποτιμυθήσασθαί τινι Theocr.)
См. также в других словарях:
προτιμυθήσασθαι — προτιμῡθήσασθαι , προσμυθέομαι address aor inf mp (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)