-
1 προτέγγω
См. также в других словарях:
προτέγγω — Α νοτίζω, υγραίνω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + τέγγω «υγραίνω, μουσκεύω»] … Dictionary of Greek
1 προτέγγω
προτέγγω — Α νοτίζω, υγραίνω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + τέγγω «υγραίνω, μουσκεύω»] … Dictionary of Greek