-
1 προσφύω
A cause to grow to: metaph., καὶ ταῦτ' ἀληθῆ.. προσφύσω λόγῳ will make sure, confirm, A.Supp. 276; .II mostly in [voice] Pass., with [tense] aor. 2 and [tense] pf. [voice] Act. and [tense] fut. [voice] Med., grow to or upon, , cf. Pl.R. 611d, Ti. 45a; σοι ταῦτα προσφύσεται will accrue, Id.Ep. 313d: freq. in Arist. of any after or adventitious growth which does not form part of the organism, π. τῇ ὑστέρᾳ τὸ ᾠόν, πρὸς τῇ ὑστέρᾳ, GA 752a11, 754b17;τὰ κέρατα π. μᾶλλον τῷ δέρματι HA 517a27
, cf. LXX Da.7.20;προσπέφυκεν ὥσπερ τὰ φύματα Arist.GA 772b29
; of zoöphytes, HA 487b11, 588b13;π. ταῖς πέτραις PA 681b6
; of tapeworms, HA 551a11; of food, to be assimilated, Pr. 864b8, 927a20.2 hang upon, cling to,τῷ προσφὺς ἐχόμην Od.12.433
: abs.,προσφῦσα Il.24.213
;προσφὺς ὅπως τις ἀναρίτης Herod.Fr.11
; of a fish,τὠγκίστρῳ ποτεφύετο Theoc.21.46
; of leeches, Gal.8.265: metaph., π. τοῖς τοιούτοις consorts constantly with, Pl.Lg. 728b; προσφύντες ἔχονται τοῦ χρυσίου they cling fast to it, Luc.Pisc.51, cf.Musc. Enc.3, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσφύω
См. также в других словарях:
προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… … Dictionary of Greek
φύω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. φυίω Α 1. (μτβ.) συντελώ στο να φυτρώσει κάτι, εκφύω 2. μέσ. φύομαι (κυρίως για φυτά και δέντρα) φυτρώνω, εκφύομαι αρχ. 1. (αμτθ.) α) (για φυτά και δέντρα) εκφύω βλαστούς, βλαστάνω («δρύες... αἵτε φύοντι παρ ὄχθαισιν ποταμοῑο»,… … Dictionary of Greek
υπερφυής — ές / ὑπερφυής, ές, ΝΜΑ 1. αυτός που υπερβαίνει τη φύση, που βρίσκεται πάνω από τον φυσικό κόσμο, υπερφυσικός (α. «υπερφυής κόσμος» β. «δοτῆρος ἀφθόνου καὶ ὑπερφυοῡς, ὑπερφυᾱ κεκτημένου μεγαλοπρέπειαν», Δαμασκ. Ι. γ. «ὑπερφυᾱ ἁπλότητα», Διον.… … Dictionary of Greek