-
1 προσγλιχόμενοι
πρόσ-γλίχομαιcling to: pres part mp masc nom /voc pl -
2 προσγλίχεσθαι
πρόσ-γλίχομαιcling to: pres inf mp -
3 προσγλίχονται
πρόσ-γλίχομαιcling to: pres ind mp 3rd pl -
4 προσεγλίχοντο
πρόσ-γλίχομαιcling to: imperf ind mp 3rd pl -
5 προσγλιχομαι
См. также в других словарях:
προσγλιχόμενοι — πρόσ γλίχομαι cling to pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσγλίχεσθαι — πρόσ γλίχομαι cling to pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσγλίχονται — πρόσ γλίχομαι cling to pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεγλίχοντο — πρόσ γλίχομαι cling to imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσγλίχομαι — Α 1. προσπαθώ να αποκτήσω κάτι επί πλέον 2. επιθυμώ σφοδρά κάτι επί πλέον 3. ερευνώ με θέρμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + γλίχομαι «ορέγομαι, επιθυμώ πολύ»] … Dictionary of Greek