Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

προσ-γλίχομαι

См. также в других словарях:

  • προσγλιχόμενοι — πρόσ γλίχομαι cling to pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσγλίχεσθαι — πρόσ γλίχομαι cling to pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσγλίχονται — πρόσ γλίχομαι cling to pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεγλίχοντο — πρόσ γλίχομαι cling to imperf ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσγλίχομαι — Α 1. προσπαθώ να αποκτήσω κάτι επί πλέον 2. επιθυμώ σφοδρά κάτι επί πλέον 3. ερευνώ με θέρμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + γλίχομαι «ορέγομαι, επιθυμώ πολύ»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»