-
1 προσήκομεν
προσήκωto have come: imperf ind act 1st plπροσήκωto have come: pres ind act 1st plπροσήκωto have come: imperf ind act 1st pl (homeric ionic)
См. также в других словарях:
προσήκομεν — προσήκω to have come imperf ind act 1st pl προσήκω to have come pres ind act 1st pl προσήκω to have come imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσήκω — ΝΜΑ και δωρ. τ. ποθήκω και ποθίκω και ποθάκω Α [ἥκω] (στα νεοελλ. μόνον στον ενεστ. και παρατ. καθώς και ως απρόσ. προσήκει) 1. αρμόζω, ανήκω, συνάδω, πρέπω, ταιριάζω (α. «προσήκει σ αυτόν ένας μεγάλος έπαινος» β. «προσήκει να εξαρθεί η άμεμπτη… … Dictionary of Greek