Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Английский
προσωποληπτεῖτε
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
προσωποληπτεῖτε — προσωποληπτέω to be a respecter of persons pres imperat act 2nd pl (attic epic) προσωποληπτέω to be a respecter of persons pres opt act 2nd pl προσωποληπτέω to be a respecter of persons pres ind act 2nd pl (attic epic) προσωποληπτέω to be a… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσωποληπτώ — προσωποληπτῶ, έω, ΝΜΑ [προσωπολήπτης] έχω χαριστική διάθεση απέναντι σε ένα άτομο, μεροληπτώ («εἰ δὲ προσωποληπτεῑτε, ἁμαρτίαν ἐργάζεσθε», ΚΔ) … Dictionary of Greek