Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

προσφέρω+τίς

См. также в других словарях:

  • προσφέρω — ΝΜΑ, και προσφέρνω Ν, και δωρ. τ. ποτιφέρω Α [φέρω] 1. δίνω κάτι ευγενικά ως δώρο, δωρίζω, χαρίζω (α. «η εταιρεία τού προσέφερε για τις υπηρεσίες του ένα ταξίδι» β. «καὶ δῶρα... χρυσοῡ τε καὶ ἀργύρου προσεφέρετο», Θουκ.) 2. (σχετικά με έδεσμα ή… …   Dictionary of Greek

  • προσφέρω — και προσφέρνω πρόσφερα, προσφέρθηκα 1. δίνω κάτι ως δώρο, δωρίζω, χαρίζω: Στο σταθμό μάς πρόσφεραν λουλούδια. 2. προτείνω, βγάζω κάτι για πούλημα: Προσφέρονται είδη ρουχισμού σε χαμηλές τιμές. 3. το μέσ., προσφέρομαι είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γιατροπορεύω — προσφέρω τις πρώτες βοήθειες σε κάποιον ώσπου να ρθεί ο γιατρός …   Dictionary of Greek

  • εξυπηρετώ — (AM ἐξυπηρετῶ, έω) προσφέρω πρόθυμα και αποτελεσματικά τις υπηρεσίες μου, βοηθώ («εἴ τι χρή, πάτερ, πράσσειν, κλύοντες ἐξυπηρετήσομεν», Σοφ.) μσν. στέκομαι δίπλα, είμαι έτοιμος να προσφέρω τις υπηρεσίες μου …   Dictionary of Greek

  • μισθωτεύω — (Α) [μισθωτός] προσφέρω τις υπηρεσίες μου έναντι μισθού, μισθοφορώ* …   Dictionary of Greek

  • δουλεύω — δούλεψα, δουλεύτηκα, δουλεμένος 1. εργάζομαι: Δουλεύει σ’ ένα εργοστάσιο. 2. λειτουργώ: Το ψυγείο δε δουλεύει. 3. προσφέρω τις υπηρεσίες μου: Στην Κατοχή δούλευε για τους Γερμανούς. 4. κατεργάζομαι, επεξεργάζομαι κάτι: Δουλεύει το μάρμαρο και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θητεύω — θήτεψα 1. προσφέρω τις υπηρεσίες μου έναντι αμοιβής. 2. ασχολούμαι με κάτι για αρκετό διάστημα (ειρωνικά): Θήτεψε στο λαθρεμπόριο, στην απάτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • θυσία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στην τελετουργική ανάλωση ενός αγαθού. Στον όρο θ. εντάσσεται μεγάλη ποικιλία θρησκευτικών γεγονότων, τα οποία θα μπορούσαν να περιληφθούν σε τρεις θεμελιώδεις κατηγορίες: την προσφορά των απαρχών (των… …   Dictionary of Greek

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

  • προσφορά — Στην οικονομική γλώσσα σημαίνει μία ποσότητα αγαθών ή υπηρεσιών που βρίσκεται διαθέσιμη στην αγορά σε μια δεδομένη στιγμή και σε μια καθορισμένη τιμή. Ο σχετικός καθορισμός της τιμής είναι απαραίτητος, γιατί η π. οποιουδήποτε αγαθού τείνει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»