Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

προσφάτως

См. также в других словарях:

  • προσφάτως — πρόσφατος fresh adverbial πρόσφατος fresh masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσφατος — η, ο / πρόσφατος, ον, ΝΑ 1. (για γεγονός, πράξη, κατάσταση) αυτός που συνέβη πριν από λίγο, τελευταία (α. «στις πρόσφατες εκλογές δεν σημειώθηκε κανένα έκτροπο» β. «προσφάτους... εὐεργεσίας», Πολ.) 2. καινούργιος, νέος (α. «οι πληγές είναι… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • ονοματογραφώ — ὀνοματογραφῶ, έω (Μ) [ονοματογράφος] εγγράφω, καταχωρίζω ονόματα προσφάτως βαπτισμένων σε κατάλογο …   Dictionary of Greek

  • πίλεος — ὁ, Α ο πίλος, το κάλυμμα τής κεφαλής από πίλημα που φορούσαν οι απελεύθεροι στην αρχαία Ρώμη («πίλεον ἔχων... καὶ καλικίους καὶ καθόλου τοιαύτῃ διασκευῇ κεχρημένος οἵαν ἔχουσιν oἱ προσφάτως ἠλευθερωμένοι παρὰ Ῥωμαίοις», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ.… …   Dictionary of Greek

  • αυτόφωρο — Α. χαρακτηρίζεται ένα έγκλημα όταν «είναι εν τω πράττεσθαι ή διεπράχθη προσφάτως», όταν δηλαδή γίνεται αντιληπτό κατά την εκτέλεσή του ή αργότερα, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Το α. έγκλημα ενέχει μεγάλη σπουδαιότητα και από την άποψη του… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες …   Dictionary of Greek

  • Λούσι — Συμβατική ονομασία που αποδόθηκε σε σκελετό που βρέθηκε στο Χαντάρ της Αιθιοπίας το 1974 από τον Ντόναλντ Γιόχανσον και τους συνεργάτες του. Ο σκελετός αυτός –κατά 40% πλήρης– αντιστοιχεί στο είδος Australopithecus afarensis, που ανήκει στους… …   Dictionary of Greek

  • Μογγολία — Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Ρωσία και στα Α, στα Ν και στα Δ με την Κίνα.Tα εδαφικά όρια της Μ., εξαιτίας των χαρακτηριστικών της περιοχής στην οποία εκτείνεται η χώρα, δεν καθορίζονται από φυσικά στοιχεία, εκτός από το… …   Dictionary of Greek

  • ԱՅՆ — (այնր, այնմ, յայնմ, այնու, այնք, այնց. կամ այնորիկ, այնմիկ, յայնմանէ, այնուիկ, այնոքիկ, այնոցիկ, յայնցանէ, այնոքիւք.) NBH 1 0091 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 14c դեր. ցուց. ա. Որ ինչ հեռագոյն է …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»