Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

προστατεύω

  • 41 защитить

    -щищу, -щитишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. защищенный, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    1. υπερασπίζω, -ομαι, υποστηρίζω προστατεύω•

    защитить свою родину υπερασπίζω την πατρίδα μου•

    защитить диссертацию υποστηρίζω διατριβή•

    защитить слабых и угнетнных υποστηρίζω τους αδύνατους και καταπιεζόμενους.

    || (νομ,) συνηγορώ•

    защитить обвиняемого υπερασπίζω τον κατηγορούμενο,

    2. προφυλάσσω•

    защитить глаза ладонью от солнца προφυλάσσω τα μάτια από το φως του ήλιου με την παλάμη•

    защитить от ветра προφυλάσσω•

    атго τον άνεμο.

    προφυλάσσομαι•

    защитить от неприятеля προφυλάσσομαι από τον εχθρό•

    защитить от холода προφυλάσσομαι από το κρύο.

    Большой русско-греческий словарь > защитить

  • 42 меценатствовать

    -ствую, -ствуешь
    ρ.δ. (γραπ. λόγος) προστατεύω τα γράμματα και τις Τέχνες (όπως ο μαικήνας).

    Большой русско-греческий словарь > меценатствовать

  • 43 обезопасить

    -ашу, -асишь
    ρ.σ.μ.
    (εξ)ασφαλίζω προστατεύω, προφυλάσσω από κίνδυνο.
    (εξ)ασφαλίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обезопасить

  • 44 оберегать

    ρ.δ.μ. φυλάγω, προφυλάγω, προστατεύω.
    φυλάγομαι, προφυλάγομαι, προστατεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > оберегать

  • 45 обеспечить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ.: παρλθ. χρ. обеспеченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. εξασφαλίζω, εφοδιάζω επαρκώς.
    2. ασφαλίζω, προφυλάσσω, προστατεύω.
    1. εξασφαλίζομαι εφοδιάζομαι•

    обеспечить продуктами εξασφαλίζομαι από τρόφιμα.

    2. προφυλάσσομαι, προστατεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обеспечить

  • 46 оградить

    -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. огражденный, βρ: -ден, -дена, -дено
    ρ.σ.μ.
    1. περιφράζω, περιμαντρώνω, περιτοιχίζω, περικλείνω. || χωρίζω με φράχτη.
    2. μτφ. προστατεύω, υπερασπίζω, προφυλάσσω•

    оградить от нападок προφυλάσσω από τις επιθέσεις•

    оградить свою честь φυλάγω την τιμή μου.

    παλ. αποχωρίζομαι, απομονώνομαι, ζω μακριά από τον κόσμο.

    Большой русско-греческий словарь > оградить

  • 47 охранять

    ρ.δ.μ. (περι)φρουρώ, φυλάσσω• προστατεύω, προφυλάσσω διαφυλάσσω•

    охранять границы φρουρώ τα σύνορα•

    охранять берегов ακταιωρώ•

    охранять от нападений προφυλάσσω από τις επιθέσεις•

    охранять мир διαφυλάσσω την ειρήνη.

    (περι)φρουρούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > охранять

  • 48 патронировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.μ. παλ. πατρωνεύω, προστατεύω.

    Большой русско-греческий словарь > патронировать

  • 49 покровительство

    ουδ.
    προστασία, υπεράσπιση (αδύνατου)• κηδεμονία (ανήλικου)•

    оказывать покровительство προστατεύω•

    находить покровительство βρίσκω προστασία•

    под -ом κάτω από την προστασία, υπο την αιγίδα, υπο την σκέπην•

    покровительство своим родственникам.

    βλ. непотизм.

    Большой русско-греческий словарь > покровительство

  • 50 покровительствовать

    -ствую, -ствуешь
    ρ.σ.
    (με δοτ.) προστατεύω, υπερασπίζω, προκαλύπτω, προφυλάσσω.

    Большой русско-греческий словарь > покровительствовать

  • 51 предохранить

    ρ.σ. προφυλάσσω, διαφυλάσσω• προστατεύω•

    предохранить от заболевания προφυλάσσω από την αρρώστεια•

    предохранить семена от порчи προφυλάσσω το σπόρο από το χάλασμα•

    предохранить себя от холода προφυλάσσομαι από το κρύο.

    προφυλάσσομαι•

    предохранить от ожогов προφυλάσσομαι από τα εγκαύματα.

    Большой русско-греческий словарь > предохранить

  • 52 предстательствовать

    -ствую, -ствуешь
    ρ.δ. παλ. προστατεύω, προασπίζω.

    Большой русско-греческий словарь > предстательствовать

  • 53 пригреть

    ρ.σ.μ.
    1. ζεσταίνω, θερμαίνω.
    2. μτφ. φροντίζω, μεριμνώ περιμαζεύω• προστατεύω, παρέχω άσυλο.
    1. ζεσταίνομαι, θερμαίνομαι.
    2. βρίσκω άσυλο, καταφύγιο, αποκούμπι, ζεστή φωλίτσα, προστασία.

    Большой русско-греческий словарь > пригреть

  • 54 прикрыть

    ρ.σ.μ.
    1. καλύπτω, σκεπάζω. || κουπών ω•

    прикрыть кастрюлю крышкой κουπώνω την κατσαρόλα με το καπάκι.

    2. (στρατ.) προφυλάσσω, προστατεύω•

    прикрыть фланг καλύπτω το πλευρό•

    прикрыть отступление καλύπτω την υποχώρηση.

    3. αποκρύπτω, σκόπιμα αποσιωπώ• συγκαλύπτω. || φράζω, εμποδίζω.
    4. κλείνω λίγο, μισοκλείνω•

    прикрыть дверь μισοκλείνω την πόρτα.

    5. κλείνω, διαλύω•

    прикрыть магазин κλείνω το μαγαζί.

    1. καλύπτομαι, σκεπάζομαι•

    прикрыть одеялом σκεπάζομαι με το πάπλωμα.

    2. μτφ. κρύβομαι, συγκαλύπτομαι•

    он хотел прикрыть хвастивыми словами αυτός ήθελε να καλυφτεί με καυχησιολογίες.

    3. μισοκλείνομαι.
    4. κλείνω, διαλύομαι, παύω να λειτουργώ•

    магазин -лся το μαγαζί έκλεισε.

    Большой русско-греческий словарь > прикрыть

  • 55 протежировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.μ. παλ. προστατεύω, έχω κάτω από την προστασία μου.

    Большой русско-греческий словарь > протежировать

  • 56 сохранить

    -нго, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сохраненный, -нен, -нена, -нею
    ρ.σ.μ.
    1. διατηρώ: διαφυλάσσω, διαφυλάγω•

    сохранить чужое имущество διαφυλάγω ξένα πράγματα•

    сохранить что-н. на память φυλάγω (διατηρώ) κάτι για ενθύμιο.

    || τηρώ•

    сохранить порядок τηρώ την τάξη.

    || κρατώ•

    сохранить верность присяге κρατώ πίστη στον όρκο•

    сохранить хладнокровие κρατώ ψυχραιμία.

    || προστατεύω•

    сохранить здоровье φυλάγω την υγεία.

    || διατηρώ, κρατώ•

    сохранить равновесие κρατώ την ισορροπία.

    2. προφυλάσσω•

    сохранить продукты от плесени προφυλάσσω τα τρόφιμα από τη μούχλα•

    -одежду от моли φυλάγω τα ενδύματα, από το σκόρο.

    || σώζω, διαφυλάσσω (από καταστροφή, χαμό, θάνατο κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    сохранить за собой право – επιφυλάσσω (διατηρώ) στον εαυτό μου το δικαίωμα.
    1. διατηρούμαι, (δια)φυλάσσομαι. || μτφ. μένω, δε λησμονιέμαι.
    2. αντέχω, δε φθείρομαι, συντηρούμαι.
    3. κρατιέμαι, βαστιέμαι (από άποψη υγείας κλπ.).

    Большой русско-греческий словарь > сохранить

  • 57 стоять

    стою, стоишь, προστκ. стой.
    επιρ. μτχ. стоя
    ρ.δ.
    1. στέκομαι ορθός•

    стоять у окна στέκομαι όρθιος στο παράθυρο•

    стоять перед зеркалом στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη.

    || στηρίζομαι•

    стоять на ногах στέκομαι στα πόδια•

    -на коленях στέκομαι στα γόνατα•

    стоять на цыпочках στέκομαι στα δάχτυλα•

    стоять на голове στέκομαι στο κεφάλι (με τα πόδια άνω)•

    стоять на на руки στέκομαι (στηριζόμενος) στα χέριο: (με τα πόδια άνω)•

    волосы -ят дыбом τα μαλλιά στέκονται ορθωμένα.

    2. εκτελώ κάτι όρθιος•

    стоять у станка εργάζομαι όρθιος στη εργα-τομηχανή•

    стоять на посту στέκομαι στο πόστο•

    -в карауле στέκομαι στο καραούλι(σκοπιά, παρατηρητήριο)•

    стоять на молитве προσεύχομαι όρθιος.

    3. καταλύω, σταθμεύω•

    стоять лагерем στρατοπεδεύω• κατασκηνώνω;

    4. (στρατ.) παίρνω μέρος, υπερασπίζω•

    стоять на обороне παίρνω μέρος στην άμυνα.

    || αμύνομαι, κρατώ γερά•

    насмерть αμύνομαι μέχρι εσχάτων.

    || μτφ. είμαι υπέρ• με το μέρος• υπερασπίζω•

    стоять за мир υπερασπίζω την ειρήνη•

    стоять за народ υπερασπίζω το λαό,

    μτφ. είμαι της γνώμης, επιμένω στη γνώμη μου, είμαι σταθερός στη γνώμη μου ή την άποψη μου.
    5. (με το αρνητικό μόριο не) δεν τσιγκουνεύομαι, δε λυπάμαι.
    6. στέκομαι, είμαι, βρίσκομαι•

    лстица -ит у стены η σκάλα στέκεται στον τοίχο•

    печка -ит в углу η θερμάστρα είναι στη γωνία.

    7. ορθώνομαι εγείρομαι•

    перед нами -ят большие идеалы μπροστά μας στέκονται (ορθώνονται μεγάλα ιδανικά (ιδεώδη).

    8. μτφ. είμαι, κατέχω θέση, βρίσκομαι•

    у честного человека труд -ит на первом месте για τον τίμιο άνθρωπο η εργασία κατέχει την πρώτη θέση ή βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.

    || κυρλξ. κ. μτφ. στηρίζομαι•

    дом -ит на фундаменте το σπίτι στηρίζεται στα θεμέλια•

    государство -ит на солдате το κράτος στηρίζεται στο στρατιώτη.

    || υπάρχω, είμαι•

    на бумаге -ит печать στο χαρτί (έγγραφο) υπάρχει σφραγίδα.

    10. κυρλξ. κ. μτφ. ακινητώ•

    вода в пруду всегда -ит το νερό στη δεξαμενή πάντοτε μένει ακίνητο (στέκεται)•

    время не -ит ο χρόνος κυλάει•

    работа -ит η δουλειά σταματά.

    11. είμαι (για κατάσταση)•

    -ит жара είναι ζέστη•

    комнаты -ят пустыми τα δωμάτια είναι άδεια•

    -ит тишина είναι ησυχία•

    погода -ит холодная ο καιρός είναι ψυχρός•

    -ял полдень ήταν μεσημέρι•

    -ло лето ήταν καλοκαίρι•

    -ла ночь ήταν νύχτα.

    || δείχνω•

    барометр -ит на „ясно το βαρόμετρο δείχνει αίθριος.

    12. διατηρούμαι, κρατώ•

    варенье может стоять долго το γλυκό του κουταλιού μπορεί να διατηρηθεί πολύν καιρό.

    13. δε λειτουργώ•

    часы стоять το ρολόι δε δουλεύει (είναι σταματημένο).

    || μτφ. δεν προχωρώ• δεν προοδεύω, δεν πάω μπροστά•

    работа -ит η δουλειά δεν προχωρεί.

    14. προστκ. стой(те) σταμάτα, -τάτε.
    εκφρ.
    стоять во главе – α) είμαι επικεφαλής, β) αρχηγεύω, είμαι, αρχηγός•
    стоять за спиной; стоять за кем:
    α) έχω στην καμπούρα μου• за моей спиной -ят шестьдесят лет – στην καμπούρα μου έχω εξήντα χρόνια.
    β) κρύβομαι, πίσω από κάποιον (προστατεύω, καθοδηγώ κρυφά)•
    стоять на карте ή на кону – επαφίεμαι στην τύχη•
    стоять на реальной ή тврдой почве – πατώ γερά, στηρίζομαι σταθερά•
    стоять над чьей душой; над кем – στέκομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου (ενοχλώ), γίνομαι φόρτωμα σε κάποιον•
    стоять у власти – ασκώ την εξουσία, εξουσιάζω(κυβερνώ)•
    стоять у ворот ή у порога – πλησιάζω πολύ, επί θύραις•
    стоять близко к кому и стоять близко, около кого – α) συσχετίζομαι, συνδέομαι στενά, β) πρόσκειμαι•
    стоять вше кого – στέκομαι πάνω από κάποιον (είμαι ανώτερος κάποιου)•
    стоять выше чего – στέκομαι πάνω από κάτι (δε δίνω σημασία, προσοχή).

    Большой русско-греческий словарь > стоять

  • 58 уберечь

    -регу, -режешь, -регут, παρλθ. χρ. уберг
    -регла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. убереженный, βρ: -жен, -жена, -жено
    ρ.σ.μ.
    φυλάγω, προφυλάγω, προστατεύω•

    уберечь ребнка от простуда φυλάγω το παιδάκι από κρυολόγημα•

    уберечь вещи от воров φυλάγω τα πράγματα από τους κλέφτες.

    φυλάγομαι, προφυλάγομαι•

    уберечь от простуды προφυλάγομαι από κρυολόγημα.

    Большой русско-греческий словарь > уберечь

  • 59 хоронить

    -роню, -ронишь
    ρ.δ.μ. ενταφιάζω, θάβω.
    εκφρ.
    хоронить себя – απομονώνομαι, κλείνομαι στο καβούκι μου.
    ενταφιάζομαι, θάβομαι.
    -роню, -ронишь ρ.δ.μ.
    1. (παλ. κ. απλ.)• κρύβω.
    2. μτφ. κρατώ μυστικό.
    3. φυλάγω, προστατεύω.
    1. κρύβομαι.
    2. μτφ. κρατιέμαι μυστικά.
    3. φυλάγομαι, προφυλάγομαι• προστατεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > хоронить

  • 60 шефствовать

    -ствую, -ствуешь
    ρ.δ. κηδεμονεύω, προστατεύω• πατρωνεύω.

    Большой русско-греческий словарь > шефствовать

См. также в других словарях:

  • προστατεύω — to be leader pres subj act 1st sg προστατεύω to be leader pres ind act 1st sg προστατεύω to be leader pres subj act 1st sg προστατεύω to be leader pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστατεύω — προστατεύω, προστάτεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προστατεύω — ΝΑ [προστάτης] νεοελλ. 1. προφυλάσσω από τους κινδύνους 2. υπερασπίζω, υποστηρίζω («προστατεύει τους ανήμπορους») 3. ενισχύω υλικά και ηθικά («προστατεύω τις τέχνες και τις επιστήμες») αρχ. 1. είμαι αρχηγός, προϊστάμενος («ὡς οὕτω ἄν τις… …   Dictionary of Greek

  • προστατεύω — προστάτεψα, προστατεύτηκα 1. υπερασπίζω, προφυλάγω, φροντίζω μην πάθει κακό κάποιος, ενδιαφέρομαι, συντηρώ: Προστατεύει και τα παιδιά της χήρας αδελφής του. 2. ενισχύω ηθικά και υλικά: Προστατεύει τα γράμματα και τις επιστήμες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διασκέπτω — προστατεύω …   Dictionary of Greek

  • προστατεύῃ — προστατεύω to be leader pres subj mp 2nd sg προστατεύω to be leader pres ind mp 2nd sg προστατεύω to be leader pres subj act 3rd sg προστατεύω to be leader pres subj mp 2nd sg προστατεύω to be leader pres ind mp 2nd sg προστατεύω to be leader… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστατευομένων — προστατεύω to be leader pres part mp fem gen pl προστατεύω to be leader pres part mp masc/neut gen pl προστατεύω to be leader pres part mp fem gen pl προστατεύω to be leader pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστατευόντων — προστατεύω to be leader pres part act masc/neut gen pl προστατεύω to be leader pres imperat act 3rd pl προστατεύω to be leader pres part act masc/neut gen pl προστατεύω to be leader pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστατεύει — προστατεύω to be leader pres ind mp 2nd sg προστατεύω to be leader pres ind act 3rd sg προστατεύω to be leader pres ind mp 2nd sg προστατεύω to be leader pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστατεύοντα — προστατεύω to be leader pres part act neut nom/voc/acc pl προστατεύω to be leader pres part act masc acc sg προστατεύω to be leader pres part act neut nom/voc/acc pl προστατεύω to be leader pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστατεύοντι — προστατεύω to be leader pres part act masc/neut dat sg προστατεύω to be leader pres ind act 3rd pl (doric) προστατεύω to be leader pres part act masc/neut dat sg προστατεύω to be leader pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»