-
1 προσθέτω
(αόρ. (ε)πρόσθεσα, παθ. αόρ. προστέθηκα) μετ.1) добавлять, прибавлять; вставлять (в разговоре);προσθέτω μιά λέξη — вставлять словечко;
τί άλλο έχεις να προσθέσεις; — что ты ещё добавишь, скажешь?;
2) мат. делать сложение, складывать -
2 προσθέτω
πρόσθετοςput to: masc /neut nom /voc /acc dualπρόσθετοςput to: masc /neut gen sg (doric aeolic)πρόσθετοςput to: masc /fem /neut nom /voc /acc dualπρόσθετοςput to: masc /fem /neut gen sg (doric aeolic)προσθέτηςaccelerating: masc gen sg (attic epic ionic)προστίθημιput to: aor imperat act 3rd sg——————πρόσθετοςput to: masc /neut dat sgπρόσθετοςput to: masc /fem /neut dat sg -
3 προσθέτῳ
Βλ. λ. προσθέτω -
4 προσθέτω
[простэто] р. прибавлять, добавлять, присоединять,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προσθέτω
-
5 προσθέτω
[простэто] ρ прибавлять, добавлять, присоединять. -
6 προσθέτω
afegir -
7 προσθέτω
1) additionner2) adjoindre -
8 προσθέτω
1) dodawać czas.2) dołączać czas. -
9 προσθέτω
1) přičíst2) přidat3) přidávat4) přimíchat5) připojit6) sčítat7) sečíst -
10 προσθέτω
1) add2) affixΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > προσθέτω
-
11 přidávat
προσθέτω -
12 přimíchat
προσθέτω -
13 sčítat
προσθέτω -
14 sečíst
προσθέτω -
15 add
προσθέτω -
16 dodawać
προσθέτω -
17 газировать
προσθέτω αέριο/ανθρακικό (διοξείδιο του άνθρακα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газировать
-
18 доливать
προσθέτω, συμπληρώνω, πληρώ, γεμίζω (με υγρό).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > доливать
-
19 прибавить
-влго -вишь ρ.σ.μ.1. βάζω επιπρόσθετα, προσθέτω συμπληρωματικά, βάζω και άλλο, ακόμα λίγο•прибавить сахару βάζω ακόμα λίγη ζάχαρη•
прибавить вина в стакан ρίχνω ακόμα λίγο κρασί στο ποτήρι.
2. αυξαινω, ανεβάζω•-зарплату αυξαίνω τις αποδοχές•
прибавить огня в лампе ανεβάζω το φως της λάμπας.
3. βάζω, αυξαίνω κατά το βάρος•на курорте она -ла несколько килограммов στη λουτρόπολη αυτή έβαλε κάμποσα κιλά.
4. αμ. προσθέτω, λέγω•не забудьте, -ил он, что я скоро ухожу μην ξεχνάτε, πρόσθεσε αυτός, ότι γρήγορα φεύγω.
5. υπερβάλλω, μεγαλοποιώ, τα παραλέω, τα παραφουσκώνω.6. κάνω αριθμητική πρόσθεση•прибавить три к семи προσθέτω τρία και εφτά.
προστίθεμαι, προσθέτομαι, αυξαίνομαι, μεγαλώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ.•день -лся η μέρα μεγάλωσε•
он -лся на пять килограммов αυτός έβαλε (αύξησε το βάρος του) πέντε κιλά•
вода -лась η στάθμη του νερού ανέβηκε•
к бедности -лась ещё и болезнь στη φτώχεια προστέθηκε και η αρρώστεια.
-
20 сложить
сложу, сложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.1. βάζω, ΐοποθετώ με τη σειρά, με τάξη, τακτοποιώ•сложить дрова в поленницу θημωνιάζω τα καυσόξυλα•
сложить вещи в чемодан τακτοποιώ τα πράγματα στη βαλίτσα.
2. προσθέτω•сложить три с шестью προσθέτω το τρία με το έξι•
сложить два и один προσθέτω δύο και ενα.
3. συνθέτω, ενώνω• φτιάχνω (από τεμάχια)•сложить домик из кубиков φτιάχνω σπιτάκι από κύβους.
4. χτίζω•сложить пчку χτίζω θερμάστρα.
5. συνθέτω•сложить песню συνθέτω τραγούδι•
сложить стих φτάχνω ποίημα (στ ιχουργώ).
6. διπλώνω•сложить салфетку διπλώνω την πετσέτα του φαγητού.
|| συμπτύσσω, μαζεύω, κλείνω•сложить нож κλείνω το σουγιά.
|| συμπτύσσω• σταυρώνω•сложить руки на груди σταυρώνω τα χέρια στο στήθος•
сложить ноги κάθομαι σταυροπόδι-- губы σουφρώνω τα χείλη.
7. κατεβάζω, αποθέτω•сложить ношу с плеч κατεβάζω το φορτίο από τους ώμους.
|| παλ. ακυρώνω, καταργώ, χαρίζω (ποινή, φταίξιμο).8. καταθέτω την εντολή• παραδίνω τα καθήκοντα• παραιτούμαι• απαλλάσσομαι από κάτι.εκφρ.сложить всла – αφήνω τα κουπιά (παύω να κωπηλατώ)•сложить голову ή кости – κλίνω (γέρνω) το κεφάλι, αφήνω τα κόκκαλα (πεθαίνω)•сложить оружие – καταθέτω το όπλο (παραδίνομαι)•сложить руки – σταυρώνω τα χέρια (παύω να δρω)•сложа руки сидеть – κάθομαι με σταυρωμένα τα χέρια (δεν κάνω τίποτε).1. φτιάχνομαι, γίνομαι. || συγκροτούμαι,., οργανώνομαι (σε ομάδες κ.τ.τ.).2. συντίθεμαι.3. καθιερώνομαι, ριζώνομαι•у меня -лась привычка μου έγινε συνήθεια•
-лись цены καθιερώθηκαν οι τιμές.
|| παίρνω τροπή, φάση, στροφή•обстоятельства -лись благоприятно οι περιστάσεις πήραν ευνοΐκή τροπή.
4. ωριμάζω, αντρώνομαι. || μτφ. διαμορφώνομαι, διαπλάθομαι•характер у него ещё не -лся ο χαρακτήρας του ακόμα δε διαμορφώθηκε.
|| αποκτιέμαι.5. συμπτύσσομαι, μαζεύομαι• διπλώνομαι.6. συνεισφέρω χρήματα (για κοινήυπόθεση).7. μαζεύω τα πράγματα μου (για αναχώρηση).
См. также в других словарях:
προσθέτω — προσθέτω, πρόσθεσα βλ. πίν. 137 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προσθέτω — Ν [θέτω] 1. κάνω την αριθμητική πράξη τής πρόσθεσης 2. αυξάνω την ποσότητα ή τη δόση (α. «πρόσθεσε κι άλλο αλεύρι» β. «πρέπει να προσθέσουμε αντιβιοτικά») 3. τοποθετώ κάτι επάνω, δίπλα ή κοντά σε κάτι (α. «πρέπει να προσθέσω και δεύτερο όροφο») 4 … Dictionary of Greek
προσθετώ — έω, Α (εσφ. γρφ.) προστίθημι* … Dictionary of Greek
προσθέτω — πρόσθεσα και προσέθεσα, προστέθηκα, προσθεμένος και προστεθειμένος 1. ενώνω κάτι με άλλο, βάζω κι άλλο: Προσθέστε ακόμη δυο θρανία στην αίθουσα. 2. εκτελώ την αριθμητική πράξη της πρόσθεσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσθέτω — πρόσθετος put to masc/neut nom/voc/acc dual πρόσθετος put to masc/neut gen sg (doric aeolic) πρόσθετος put to masc/fem/neut nom/voc/acc dual πρόσθετος put to masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) προσθέτης accelerating masc gen sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσθέτῳ — πρόσθετος put to masc/neut dat sg πρόσθετος put to masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπροσθέτω — προσθέτω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + προσθέτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Μαργαρίτη Δήμιτσα] … Dictionary of Greek
προσθαφαιρώ — προσθαφαιρῶ, έω, ΝΑ νεοελλ. προσθέτω ποσά σε λογαριασμό και αφαιρώ άλλα αρχ. προσθέτω ή αφαιρώ ανάλογα με την περίπτωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσθέτω + ἀφαιρῶ] … Dictionary of Greek
βαρυφορτώνω — και βαριοφορτώνω 1. φορτώνω κάποιον βαριά, του βάζω πολύ φορτίο 2. (για πρόσ.) επιθαρύνω κάποιον, του επιβάλλω δυσανάλογες γι αυτόν υποχρεώσεις 3. (για διακόσμηση) προσθέτω πολλά διακοσμητικά στοιχεία σε κάτι, ώστε να καταντάει ακαλαίσθητο 4.… … Dictionary of Greek
επισυντίθημι — ἐπισυντίθημι (Α) 1. προσθέτω επί πλέον 2. ακουμπώ 3. προσθέτω νέο άρθρο σε προηγούμενη συνθήκη … Dictionary of Greek
επιφέρω — (AM ἐπιφέρω) νεοελλ. 1. επενεργώ, επιδρώ για δεύτερη φορά («θα επιφέρουμε τροποποιήσεις στο νομοσχέδιο») 2. αναφέρω συμπληρωματικά, επιλέγω, προσθέτω («επιφέρει παραδείγματα που ενισχύουν τους ισχυρισμούς του») 3. (για επιστολή) μεταφέρω… … Dictionary of Greek