-
21 опаска
-и θ.προφύλαξη, επιφύλαξη, προσοχή•с -ой προφυλακτικά•
действовать с -ой ενεργώ προσεχτικά.
-
22 осмотрительно
επίρ.περιεσκεμμένα, προσεχτικά, προφυλακτικά. -
23 осторожность
-и θ.προφύλαξη• επιφύλαξη• περίσκεψη προσοχή•осторожность в словах προσοχή στα λόγια•
обращаться с -ью ενεργώ προσεχτικά.
-
24 полегоньку
επίρ.βαθμιαία από λίγο-λίγο, σιγά-σιγά, αβίαστα. || ελαφρά, προσεχτικά. -
25 поступить
-ступлю, -ступишьρ.σ.1. ενεργώ φέρνομαι, συμπεριφέρνομαι -поступить правильно ενεργώ σωστά•поступить осторожно ενεργώ προσεχτικά (επιφυλαχτικά)•
он -ил дурно в этом деле αυτός φέρθηκε σαν βλάκας σ αυτήν την υπόθεση•
поступить хорошо с кем-н. φέρνομαι καλά σε κάποιον•
поступить великодушно φέρνομαι-μεγαλόψυχα.
2. πιάνω δουλειά, μπαίνω, εισέρχομαι•поступить на фабрику πιάνω δουλειά στη φάμπρικα•
поступить в уни-верситт εισάγομαι στο πανεπιστήμιο•
поступить в школу πρωτοπηγαίνω στο σχολείο•. поступить на службу μπαίνω στην υπηρεσία.
3. φτάνω, έρχομαι•раненые -ли в госпитал οι τραυματίες έφτασαν στο στρατιωτικό νοσοκομείο•
-ли жалобы ήρθαν παράπονα.
|| περιέρχομαι, περνώ•на-сддство -ло в казну η κληρονομιά περιήλθε στο δημόσιο ταμείο.
|| πηγαίνω•сырь -ло в обработку οι πρώτες ύλες πήγαν για επεξεργασία.
παραιτούμαι από κάτι, απαρνούμαι αποποιούμαι υποχωρώ, ενδίδω,παραχωρώ. -
26 приклонить
-оню, -онишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приклонённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.λυγίζω, κάμπτω, λυγίζοντας πλησιάζω•приклонить ветки дерева к земле λυγίζω τα κλαδιά του δέντρου προς τη γη.
|| κλίνω, γέρνω•приклонить голову к плечу γέρνω το κεφάλι στον ώμο.
εκφρ.голову (главу) приклонить – έχω που την κεφαλήν κλίναι•негде (некуда) голову (главу) приклонить – δεν έχω που την κεφαλήν κλίναι (δεν έχω αποκούμπι, στήριγμα)•приклонить слух (ухо) – τεντώνω το αυτί να ακούσω καλά, εντείνω την ακοή (ακούω προσεχτικά).λυγίζω, κάμπτομαι κλπ..ρ. ενεργ. φ. приклонить книзу κάμπτομαι προς τα κάτω. -
27 присмотреть
ρ.σ.1. επιβλέπω, επιτηρώ, παρακολουθώ, εποπτεύω προσέχω, φυλάγω•присмотреть за детьми επιβλέπω τα παιδιά.
|| φροντίζω, μεριμνώ.2. κοιτάζω να βρω, γυρεύω, αναζητώ, ερευνώ.1. κοιτάζω, παρατηρώ προσεχτικά. || προσέχοντας κατανοώ.2. συνηθίζω, προσαρμόζομαι, εξοικειώνομαι•-к работе συνηθίζω στη δουλειά•
присмотреть в темноте συνηθίζω στο σκοτάδι.
-
28 развесить
ρ.σ.μ. ζυγίζω (σε πολλά μέρη)•развесить сахар, муку ζυγίζω ζάχαρη, αλεύρι.
ρ.σ.μ. κρεμώ, αναρτώ (σε πολλά μέρη). || κρεμώ, γέρνω•развесить ветви κρεμώ τα χλωνάρια.
εκφρ.развесить уши – ειρν. στήνω το αυτί, ακούω προσεχτικά.κρέμομαι, γέρνω. -
29 рассмотреть
ρ.σ.μ.1. παρατηρώ, κοιτάζω, βλέπω προσεχτικά• θωρώ•рассмотреть в бинокли κοιτάζωμε τις διόπτρες (διοπτρεύω).
2. εξετάζω•предмет в микроскоп εξετάζω το αντικείμενο στο μικροσκόπιο•
рассмотреть вопрос, дело εξετάζω το ζήτημα, την υπόθεση.
|| περιεργάζομαι. -
30 рот
рта, προθ. о рте, во рту α.1. στόμα•рот большой рот μεγάλο στόμα•
маленький рот στοματάκι•
открывать рот ανοίγω το στόμα•
закрывать рот κλείνω το στόμα•
во рту у меня горько το στόμα μου είναι πικρό•
прополоскать рот ξεπλένω το στόμα•
дышать ртом αναπνέω με το στόμα.
2. μτφ. (απλ.) άτομο, μέλος οικογένειας•мне надо восемь ртов прокормить εγώ πρέπει να θρέψω οχτώ άτομα.
εκφρ.зажать (замазать, заткнуть – κ.τ.τ.) рот кому βουλώνω, κλείνω το στόμα κάποιου (υποχρεώνω να σιγήσει)•открыть (раскрыть) рот – α) ανοίγω το στόμα (μιλώ, λύνω τη σιωπή), β) θαυμάζω, μένω έκθαμβος, με ανοιχτό το στόμα•смотреть (глядеть) в рот кому – α) κοιτάζω στο στόμα κάποιου, β) ακούω προσεχτικά, κρέμομαι από το στόμα ή τα χείλη κάποιου•в рот не брать – δε βάζω στο στόμα (φαγητό ή πιοτό)•в рот не возьмшь – δεν το βάζεις στο στόμα (ως άνοστο)•в рот нейдт – δε μου κατεβαίνει (στο λαιμό),• δε μου τραβάει (να φάγω ή να πιώ)•во весь – με όλη τη δύναμη της φωνής, στη διαπασών•рот не сметь рта разинуть (открыть, раскрыть) – δεν τολμώανοίξω το στόμα (να μιλήσω)•мимо рта прошло – πέρασε πολύ σιμά, όμως απ έξω (ανεπιτυχώς)•разжевать и в рот положить – δίνω μασημένη την τροφή (εξηγώ λεπτομερέστατα)•хлопот полон рот – φροντίδες πάρα πολλές, με•то – παραπάνω. -
31 склонить
склоню, склонишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. склоненный, βρ: -нен, -нена, -о ρ.σ.μ.1. κλίνω, γέρνω, σκύβω•склонить голову γέρνω το κεφάλι.
2. μτφ. διαθέτω, τραβώ με το μέρος μου• προσελκύω.3. προδιαθέτω, παροτρύνω• πείθω•αποδράσει.εκφρ.склонить взор (взгляд) – α) χαμηλώνω το βλέμμα, κοιτάζω κάτω. β) ρίχνω ευνοϊκή ματιά, βλέπω με καλό μάτι•склонить голову – σκύβω το κεφάλι (υποτάσσομαι)•склонить колени перед кем – πέφτω στα γόνατα κάποιου•.- слух ακούω προσεχτικά, δίνω προσοχή στα λόγια κάποιου.1. κλίνω, γέρνω, σκύβω. || μτφ. υποτάσσομαι, υποκύπτω.2. κατευθύνομαι, πορεύομαι• τραβώ, πηγαίνω•солнце -лось к закату ο ήλιος άρχισε να γέρνει.
|| στρέφομαι, γυρίζω•разговор -лся на научную тему η συνομιλία στράφηκε σε επιστημονικό θέμα.
|| συμμερίζομαι•склонить к какому-л. мнению κλίνω προς κάποια γνώμη.
3. πείθομαι• συμφωνώ. -
32 следить
слежу, следишьρ.δ.1. παρακολουθώ, παρατηρώ•следить за полтом самолта παρακολουθώ την πτήση του αεροπλάνου•
зорко следить άγρυπνα παρακολουθώ.
|| προσεχτικά παρακολουθώ•следить за успехами науки παρακολουθώ τις επιτεύξεις της επιστήμης•
следить за модой παρακο-θώ τη μόδα•
следить за политикой παρακολουθώ την πολιτική.
|| υποπτεύομαι•следить за подозрительном субъектом παρακολουθώ ύποπτο πρόσωπο•
следить муж -ит за женой ο άντρας παρακολουθεί τη γυναίκα του.
2. προσέχω, φροντίζω, μεριμνώ•следить за детьми προσέχω τα παιδιά•
следить за здоровьем προσέχω την υγεία.
3. ιχνηλατώ, παίρνω, ανευρίσκω τον ντορό.4. λερώνω, αφήνω πατήματα•следить мокрыми сапогами на полу λερώνω το πάτωμα με τις βρεγμένες μπότες.
εκφρ.следить за собой – φροντίζω (περιποιούμαι) τον εαυτό μου. -
33 сосредоточенно
επίρ.1. συγκεντρωμένα, προσηλωμένα.2. πολύ προσεχτικά. -
34 чутко
επίρ.με λεπτότητα, προσεχτικά, με αβρότητα• ευαίσθητα. || ελαφρά•спать — κοιμάμαι ελαφρά, λαγοκοιμούμαι.
-
35 щупать
ρ.δ.μ. ψηλαφώ, ψαύω, άπτομαι, μαλάζω• ψάχνω• πασπατεύω•щупать пульс ψάχνω να βρω το σφυγμό•
щупать карманы ψάχνω τις τσέπες.
εκφρ.щупать глазами или взором – εξετάζω προσεχτικά με το βλέμμα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σταθμίζω — ΝΜΑ [σταθμός] προσδιορίζω το βάρος αντικειμένου, ζυγίζω νεοελλ. 1. μεταχειρίζομαι τη στάθμη για να ελέγξω την κατακόρυφη ή οριζόντια διεύθυνση 2. υπολογίζω προσεχτικά, μελετώ, μετρώ, αξιολογώ («πρέπει να σταθμίσουμε προσεχτικά κάθε μας ενέργεια») … Dictionary of Greek
φυλοκρινώ — έω, και εσφ. γρφ. φυλλοκρίνω, ΜΑ 1. επιλέγω προσεχτικά («τὸ βουλευτικὸν πᾱν καὶ φυλοκρινῆσαι καὶ διαλέξαι», Δίων Κάσσ.) 2. διακρίνω, ξεχωρίζω με ακρίβεια («ἕκαστον ὁποῑον ἐστὶ φυλοκρινεῖν», Λουκιαν.) αρχ. 1. διακρίνω, ξεχωρίζω τις φυλές 2.… … Dictionary of Greek
Griego medieval — Hablado en Grecia Turquía … Wikipedia Español
ακαλάμωτος — η, ο [καλαμώνω] 1. (σιτηρά) εκείνος που δεν έχει κάνει καλάμι, άγουρος «το κριθάρι είναι ακόμα ακαλάμωτο» 2. (τοίχος, διβάρι) χωρίς καλάμια, χωρίς φράχτη από καλάμια 3. αυτός που δεν τοποθετήθηκε και δεν δέθηκε προσεχτικά σε περίβλημα από καλάμια … Dictionary of Greek
εγερτί — ἐγερτί επίρρ. (Α) 1. πρόθυμα 2. άγρυπνα, προσεχτικά … Dictionary of Greek
εισθεώμαι — εἰσθεῶμαι ( άομαι) (Α) παρατηρώ προσεχτικά … Dictionary of Greek
εκμαγείο — Κατασκεύασμα από εύπλαστο υλικό που στερεοποιείται, αφού πρώτα αποτυπωθεί πάνω σε αυτό η μορφή ενός στερεού σώματος· χρησιμοποιείται για την παρασκευή πιστού αντιτύπου ή αντιτύπων του σώματος αυτού. Λέγεται επίσης και μήτρα, τύποςκαλούπι. Η λέξη… … Dictionary of Greek
εξακριβώνω — (AM ἐξακριβῶ) [ακριβώ] εξετάζω κάτι με ακρίβεια, ερευνώ προσεχτικά («έχω εξακριβωμένες πληροφορίες») μσν. μέσ. εξιχνιάζω αρχ. 1. κάνω κάτι με ακρίβεια και επιμέλεια («μᾱλλον γὰρ ἕκαστα κρίνουσι καὶ ἐξακριβοῡσιν οἱ μεθ ἡδονῆς ἐνεργοῡντες», Αριστοτ … Dictionary of Greek
θεώμαι — (ΑΜ θεῶμαι, άομαι, Α και ιων. τ. θηέομαι) 1. βλέπω με προσοχή, παρακολουθώ προσεχτικά με προσηλωμένο το βλέμμα 2. φρ. «πρὸς τὸ θεαθῆναι» για να βλέπουν οι άλλοι, για επίδειξη αρχ. 1. βλέπω με θαυμασμό ή έκπληξη (α. «θηεῡντο μέγα ἔργον», Ομ. Ιλ. β … Dictionary of Greek
καλλιγραφώ — (AM καλλιγραφῶ, έω) [καλλιγράφος] έχω ωραίο γραφικό χαρακτήρα, είμαι καλλιγράφος αρχ. 1. γράφω με γλαφυρότητα ύφους 2. βάφω προσεχτικά το πρόσωπο («τὸ πρόσωπον περιχρίει, ἐπεντρίβει, καλλιγραφεῑ, φύκει πυρσαίνει», Πολυδ.) … Dictionary of Greek
καλοκοιτάζω — και καλοκοιτῶ, άω (Μ καλοκοιτάζω) παρατηρώ κάποιον ή κάτι με προσοχή, κοιτάζω καλά, προσεχτικά νεοελλ. 1. βλέπω κάποιον με ενδιαφέρον ή με επιθυμία, τόν γλυκοκοιτάζω 2. ενδιαφέρομαι, μεριμνώ για κάποιον, περιποιούμαι κάποιον … Dictionary of Greek