-
1 προσενυφαίνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσενυφαίνω
См. также в других словарях:
προσενυφαίνω — Α [ἐνυφαίνω] υφαίνω ή κεντώ ανάμεσα κάτι επιπροσθέτως («ὁ... πέπλος ᾧπερ ἐψηφίσαντο μετὰ τοῡ Διὸς καὶ τῆς Ἀθηνᾶς προσενυφῆναι Δημήτριον», Πλούτ.) … Dictionary of Greek