-
1 προσηκω
дор. ποθήκω1) приходить(ὡς φίλοι Soph.)
χρεία προσήκει Aesch. — это необходимо2) доходить, достигать, простираться(ἐπὴ τὸν ποταμόν, πρὸς τὸ ἱερόν Xen.)
ἐνταῦθ΄ ἐλπίδος προσήκομεν Eur. — вот (и все) на что мы можем рассчитывать3) касаться, относиться(οὐδὲν πρός τινα π. Her.)
τὰ τοῦ πράγματος προσήκοντα Plat. — то, что имеет отношение к делу;εἰ δὲ τῷ ξένῳ τούτῳ προσήκει Λαΐῳ τι συγγενές Soph. — если же у этого иноземца есть что-л. общего с Лаием;(τὰ σκεύη) ὅσα τριήρεσιν προσήκει Plat. — оснащение, необходимое для триер;ἐν τούτῳ προσήκετε ἡμῖν τὰ μέγιστα Thuc. — в этом отношении ваша судьба нас весьма близко касается;οὐ προσήκομεν κολάζειν τοῖσδε Eur. — не им (= аргосцам) наказывать нас;τοὺς προσήκοντας συμμάχους κολάζειν Thuc. — (каждому) налагать кару на своих союзников;τέν προσήκουσαν σωτηρίαν ἐκπορίζεσθαι Thuc. — заботиться о своем собственном спасения4) (преимущ. impers. и part.) приличествовать, подобатьβελτίονί σοι προσήκει γενέσθαι ἐμοὴ πειθομένῳ Plat. — лучше тебе послушаться меня;τούτους γὰρ προσήκει τῶν πόλεων ἄρχειν Plat. — им то и подобает управлять государствами;τὸ προσῆκον ἐκάστῳ ἀποδιδόναι Plat. — воздавать каждому должное;τὰ προσήκοντα πράττειν περὴ ἀνθρώπους Plat. — делать должное по отношению к людям;λόγοι προσήκοντες τὰ μάλιστα ἀκούειν νέοις Plat. — речи, наиболее подходящие для ушей молодежи;οὐκ ἐκ προσηκόντων Thuc. — как совсем не подобает;παρὰ τὸ προσῆκον Plat. — некстати, без надобности5) (преимущ. part.) быть в родствеπατέρες, ἀδελφοὴ καὴ ἄλλοι οἱ προσήκοντες Plat. — отцы, братья и прочие родственники;
-
2 προσήκω
-
3 προσήκω
-
4 επιπροσηκω
-
5 ποθηκω
-
6 προσηκον
-
7 προσηκων
См. также в других словарях:
προσήκω — to have come pres subj act 1st sg προσήκω to have come pres ind act 1st sg προσίημι let come to aor ind mid 2nd sg προσίημι let come to aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσήκω — ΝΜΑ και δωρ. τ. ποθήκω και ποθίκω και ποθάκω Α [ἥκω] (στα νεοελλ. μόνον στον ενεστ. και παρατ. καθώς και ως απρόσ. προσήκει) 1. αρμόζω, ανήκω, συνάδω, πρέπω, ταιριάζω (α. «προσήκει σ αυτόν ένας μεγάλος έπαινος» β. «προσήκει να εξαρθεί η άμεμπτη… … Dictionary of Greek
προσῆκον — προσήκω to have come imperf ind act 3rd pl προσήκω to have come imperf ind act 1st sg προσήκω to have come pres part act masc voc sg προσήκω to have come pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσήκετε — προσήκω to have come imperf ind act 2nd pl προσήκω to have come pres imperat act 2nd pl προσήκω to have come pres ind act 2nd pl προσήκω to have come imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσήκομεν — προσήκω to have come imperf ind act 1st pl προσήκω to have come pres ind act 1st pl προσήκω to have come imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσήκῃ — προσήκω to have come pres subj mp 2nd sg προσήκω to have come pres ind mp 2nd sg προσήκω to have come pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσήξουσιν — προσήκω to have come aor subj act 3rd pl (epic) προσήκω to have come fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προσήκω to have come fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσηκόντων — προσήκω to have come pres part act masc/neut gen pl προσήκω to have come pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσήκει — προσήκω to have come pres ind mp 2nd sg προσήκω to have come pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσήκοντα — προσήκω to have come pres part act neut nom/voc/acc pl προσήκω to have come pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσήκοντι — προσήκω to have come pres part act masc/neut dat sg προσήκω to have come pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)