Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

προσάγω

  • 1 доказательство

    доказательство с η από δειξη (тж. мат.) το τεκμή ριο (улика) приводить \доказательствоа προσάγω επιχειρήματα
    * * *
    с
    η απόδειξη (тж. мат.); το τεκμήριο ( улика)

    приводи́ть доказа́тельства — προσάγω επιχειρήματα

    Русско-греческий словарь > доказательство

  • 2 приводить

    1. мат. ανάγω, (μετα)τρέπω 2. (сообщать что-л. в подкрепление своего мнения, сослаться на что-л.) παραθέτω, φέρ(ν)ω, παρουσιάζω, προσκομίζω, αναφέρω, προβάλλω 3. (точно совмещать) φέ-ρ(ν)ω σε αντιστοιχία 4. (выходную величину к входной) συσχετίζω, παραπέμπτω 5. (в движение) βάζω/θέτω (σε κίνηση) 6. (в какое-л. состояние) βάζω, φέρ(ν)ω
    - в исполнение θέτω σε εφαρμογή, εκτελώ
    7. (ведя, доставлять куда-л.) φέρω, προσάγω 8. (указывать дорогу) οδηγώ, φέρω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приводить

  • 3 вводить

    вводить
    несоз.
    1. (внутрь) εἰσάγω, βάζω, μπάζω, προσάγω:
    \вводить войска в город μπάζω τά στρατεύματα στήν πόλη; \вводить лошадь в конюшню βάζω τό ἄλογο στό σταῦλο;
    2. (устанавливать) ἐγκαθιδρύω, ἐπιβάλλω, καθιερώνω:
    \вводить в моду καθιερώνω, ἐγκαινιάζω; \вводить в употребление βάζω σέ χρήση, ἐφαρμόζω; \вводить в действие θέτω σέ ἐνέργεια; \вводить в эксплуатацию ἀρχίζω νά ἐκμεταλλεύομαι ἐπιχείρηση;
    3. (вовлекать, ввергать)ра^(о σέ:
    \вводить в излишние расходы βάζω σέ περιττά ?ξοδα \вводить в заблуждение ἀποπλανώ, παραπλανώ; ◊ \вводить кого-л. в курс чего́-л. κάνω (или καθιστώ) ἐνήμερο, ἐνημερώνω, κατατοπίζω κάποιον \вводить кого-л. во владение юр. καθιστώ κάτοχο.

    Русско-новогреческий словарь > вводить

  • 4 ввозить

    ввоз||и́ть
    несов
    1. είσάγω, προσάγω;
    2. эк. κάνω είσαγωγή.

    Русско-новогреческий словарь > ввозить

  • 5 выдвигать

    выдвигать
    несов
    1. (вперед, на середину) προωθώ, φέρνω μπροστά, βγάζω μπροστά·
    2. (ящик, задвижку) τραβώ, σύρω·
    3. перен φέρνω, προσάγω, παρουσιάζω, προβάλλω/ προτείνω, ὑποβάλλω (предлагать)/ ὑποβάλλω, ἀναδείχνω (кандидатуру):
    \выдвигать доказательства παρουσιάζω ἀποδείξεις· \выдвигать обвинение προβάλλω κατηγορία, κατηγορώ· \выдвигать довод προβάλλω τό ἐπιχείρημα· \выдвигать на первый план προωθώ, προβάλλω, βάζω στήν πρώτη θέση· \выдвигать предложение κάνω πρόταση· \выдвигать вопрос προβάλλω ζήτημα·
    4. (на должность) προτείνω, ἀναδείχνω.

    Русско-новогреческий словарь > выдвигать

  • 6 доказательство

    доказательст||во
    с
    1. (довод) ἡ ἀπό-δειξη [-ΐζ]. ἡ μαρτυρία, τό τεκμήριο[ν] / τό <-ημείο[ν], τό δείγμα (знак, признак):
    вещественные \доказательствова юр. τά ὑλικά τεκμήρια· неопровержимое \доказательство ἡ ἀδιάψευστη ἀπόδειξη [-ις]· приводить \доказательствова προσάγω ἐπιχειρήματα· в \доказательство γιά νά τό ἀποδείξω, προς ἀπόδειξιν
    2. мат ἡ ἀπόδειξη [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > доказательство

  • 7 документировать

    документ||и́ровать
    сов и несов προσάγω ἐγγραφα, ὑποστηρίζω, ἀποδείχνω μέ ντοκουμέντα.

    Русско-новогреческий словарь > документировать

  • 8 приводить

    приводить
    несов
    1. φέρ(ν)ω, ὁδηγώ:
    \приводить ребенка домой φέρνω τό παιδί στό σπίτι· \приводить обратно ἐπαναφέρω, φέρνω πίσω· \приводить κ чему́-л. ὁδηγώ σέ...·
    2. (факты, данные и т. п.) παραθέτω, προσάγω, φέρνω:
    \приводить доводы φέρνω ἐπιχειρήματα· \приводить доказательства παρουσιάζω ἀποδείξεις· \приводить в пример φέρνω σάν παράδειγμα, ἀναφέρω ὡς παράδειγμα·
    3. (в какое-л. состояние) βάζω, φέρνω / ρίχνω (повергать):
    \приводить в движение βάζω σέ κίνηση· \приводить в замешательство βάζω σέ ἀμηχανία, φέρνω σύγχυση· \приводить в восторг προκαλώ τό θαυμασμό[ν]· \приводить в бешенство, в ярость κά(μ)νω νά λυσσάξει, κάνω ἐξω φρένων· \приводить в отчаяние ρίχνω σέ ἀπελπισία· \приводить в чу́вство συνεφέρνω· \приводить в соответствие προσαρμόζω· \приводить в порядок а) βάζω σέ τάξη, τακτοπιώ, б) (уби·. рать) συγυρίζω· \приводить в беспорядок προκαλώ ἀκαταστασία· \приводить в негодность καθιστώ ἄχρηστο, κάνω ἄχρηστο· ◊ \приводить в исполнение θέτω σέ ἐφαρμογή, ἐκτελώ· \приводить приговор в исполнение ἐκτελώ ἀπόφαση· \приводить к концу́ φέρνω σέ πέρας, ἀποπερατώνὠ \приводить к присяге ὁρκίζω· \приводить к общему зна-мени́телю мат τρέπω ἐτερώνυμα κλάσματα σε ὁμώνυμα.

    Русско-новогреческий словарь > приводить

  • 9 вести

    веду, ведешь, παρλθ. χρ. вел, вела, -ло, μτχ. ενστ. ведущий, μτχ. παρλθ. χρ. ведший, παθ. μτχ. ενστ. ведомый, επίρ. μτχ. ведя; ρ.δ.
    1. μ. οδηγώ, προσάγω•

    вести слепого за руку οδηγώ τον τυφλό από το χέρι.

    || βαδίζω επικεφαλής•

    вести войско в бой βαδίζω επικεφαλής του στρατεύματος στη μάχη.

    || οδηγώ (όχημα, πλοίο κ.τ.τ.)
    2. μτφ. διευθύνω, καθοδηγώ•

    вести практические занятия καθοδηγώ τις πρακτικές ασκήσεις.

    3. κατευθύνω•

    все дороги ведут в рим όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη.

    4. διεξάγω εργασία, φτιάχνω, κάνω•

    он смотрел, как ведут железные дороги αυτός κοίταζε, πως φτιάχνουν τις σιδηροδρομικές γραμμές•

    они вели телефонные провода αυτοί περνούσαν τηλεφωνικά καλώδια.

    5. φέρω, άγω• καταλήγω•

    куда -ет эта дорога? που οδηγεί αυτός ο δρόμος;

    μτφ. συνεπάγομαι, συνεπιφέρω, έχω σαν αποτέλεσμα•

    алкоголизм -етквы-ровдению ο αλκολισμός οδηγεί στον εκφυλισμό.

    6. απρόσ. σκεβρώνω•

    доску -ет от сырости η οανίδα σκεβρώνει από την υγρασία.

    7. μ. κρατώ• διεξάγω, τηρώ, διατηρώ, εκτελώ•

    вести протокол κρατώ πρακτικό•

    вести дневник κρατώ ημερολόγιο•

    вести записи κρατώ σημειώσεις•

    вести огонь ανάβω φωτιά•

    вести знакомство πιάνω γνωριμία•

    вести войну διεξάγω (κάνω) πόλεμο•

    вести борьбу κάνω αγώνα (αγωνίζομαι)•

    вести разговор κάνω κουβέντα, κουβεντιάζω, συνομιλώ•

    вести переписку έχω αλληλογοαφία (αλληλογραφώ).

    εκφρ.
    вести свой род от кого – έλκω το γένος απο....- начало от... έχω την αρχή απο... вести себя как φέρνομαι σαν
    1. διεξάγομαι, γίνομαι. || επιτελούμαι, πραγματοποιούμαι•

    -утся переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις.

    2. οδηγούμαι, διευθύνομαι, διοικούμαι•

    корабль -ется опытным капитаном το καράβι οδηγείται από έμπειρο καπετάνιο.

    3. απρόσ. υνηθίζεται•

    так -ется исстари έτσι συνηθίζεται από παλιά.

    4. πολλαπλασιάζομαι, πληθαίνω, -θύνομαι, αβγαταίνω•

    хорошо -утся куры καλά προκόβουν οι κότες.

    Большой русско-греческий словарь > вести

  • 10 выдвинуть

    ρ.σ.μ.
    1. προωθώ•

    выдвинуть батареи ближе к неприятелю προωθώ τις πυροβολαρχίες πιό σιμά προς τον εχθρό.

    || ύρω, τραβώ, βγάζω έξω•

    выдвинуть ящик из комода βγάζω έξω το συρτάρι του κομού.

    || προβάλλω, βγάζω μπροστά•

    выдвинуть левую ногу вперед προβάλλω το αριστερό πόδι.

    2. μτφ. προβάλλω, προτείνω• φέρω, προσκομίζω, προσάγω, παρουσιάζω•

    выдвинуть аргументы, φέρω επιχειρήματα•

    выдвинуть доказательства προσκομίζω αποδεικτικά στοιχεία•

    выдвинуть тезисы (φιλοσ.) προβάλλω θέσεις•

    выдвинуть вопрос βάζω (ανακινώ) ζήτημα•

    выдвинуть обвинение εγείρω κατηγορία.

    3. αναδείχνω, προάγω, ανεβάζω• προτείνω.
    1. προβάλλω, βγαίνω μπροστά•

    из толпы -лся старик μέσα από το πλήθος βγήκε μπροστά ένας γέρος.

    || εξέχω, εισέρχομαι, εισδύω.
    2. αναδείχνομαι, προωθούμαι, ανεβαίνω, προάγομαι, προβιβάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > выдвинуть

  • 11 представить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. παρουσιάζω, εμφανίζω επιδείχνω προσάγω•

    представить свидетелей к допросу παρουσιάζω (φέρω) μάρτυρες για εξέταση (ανάκριση)•

    представить справку φέρω (προσκομίζω) βεβαίωση.

    2. συσταίνω, γνωρίζω
    3. απεικονίζω, αναπαρασταίνω. || παρασταίνω στη σκηνή.
    4. φαντάζομαι•

    -авь себе (για) φαντάσου•

    -авьте моё удивление φανταστήτε την έκπληξη μου (θαυμασμό μου).

    5. προύποθέτω•

    это -ит большие трудности αυτό θα παρουσιάσει μεγάλες δυσκολίες.

    1. παρουσιάζομαι•

    имею честь представить έχω την τιμή να παρουσι-στώ.

    2. φαίνομαι.
    3. αναφαίνομαι.
    4. φαντάζομαι, παρασταίνω με τη φαντασία.
    5. ονειρεύομαι, βλέπω στο όνειρο.
    6. προσποιούμαι•

    больным κάνω τον άρρωστο.

    Большой русско-греческий словарь > представить

  • 12 предъявить

    -явлю, -явишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. предъявленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παρουσιάζω, εμφανίζω, (επι)δείχνω•

    предъявить билет δείχνω το εισιτήριο.

    || προσκομίζω, φέρω, προσάγω•

    предъявить доказательства φέρω αποδείξεις•

    предъявить справку φέρω βεβαίωση.

    2. προβάλλω•

    предъявить претензию προβάλλω αξίωση•

    предъявить требование προβάλλω απαίτηση ή διεκδίκηση•

    предъявить обвинение κατηγορώ, καταγγέλλω.

    Большой русско-греческий словарь > предъявить

См. также в других словарях:

  • προσάγω — bring to pres subj act 1st sg προσάγω bring to pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσάγω — προσάγω, προσήγαγα βλ. πίν. 135 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προσάγω — ΝΜΑ 1. φέρνω κάποιον ή κάτι κάπου, προσκομίζω («τίς δαίμων τόδε πῆμα προσήγαγε;», Ομ. Οδ.) 2. οδηγώ κάποιον ή κάτι ενώπιον κάποιου και, ιδίως, ενώπιον δικαστηρίου (α. «να προσαχθεί ο κατηγορούμενος» β. «τῷ Κύρῳ προσάγειν τοὺς αἰχμαλώτους», Ξεν. γ …   Dictionary of Greek

  • προσαξόμεθα — προσάγω bring to aor subj mid 1st pl (epic) προσᾱξόμεθα , προσάγω bring to aor ind mid 1st pl (epic doric aeolic) προσάγω bring to fut ind mid 1st pl προσάγω bring to aor ind mid 1st pl (epic doric aeolic) προσάσσω stored up aor subj mid 1st pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσάξετε — προσάγω bring to aor subj act 2nd pl (epic) προσά̱ξετε , προσάγω bring to aor ind act 2nd pl (epic doric aeolic) προσάγω bring to fut ind act 2nd pl προσάγω bring to aor ind act 2nd pl (epic doric aeolic) προσάσσω stored up aor subj act 2nd pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσάξομεν — προσάγω bring to aor subj act 1st pl (epic) προσά̱ξομεν , προσάγω bring to aor ind act 1st pl (epic doric aeolic) προσάγω bring to fut ind act 1st pl προσάγω bring to aor ind act 1st pl (epic doric aeolic) προσάσσω stored up aor subj act 1st pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτάξομεν — προσάγω bring to aor subj act 1st pl (epic doric) προτά̱ξομεν , προσάγω bring to aor ind act 1st pl (epic doric aeolic) προσάγω bring to fut ind act 1st pl (epic doric aeolic) προσάγω bring to aor ind act 1st pl (epic doric aeolic) προτάσσω place …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτάγαγε — προσάγω bring to aor imperat act 2nd sg (epic doric) ποτά̱γαγε , προσάγω bring to aor ind act 3rd sg (epic doric aeolic) προσάγω bring to aor ind act 3rd sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαγάγετε — προσάγω bring to aor imperat act 2nd pl προσᾱγάγετε , προσάγω bring to aor ind act 2nd pl (doric aeolic) προσάγω bring to aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσηγμένα — προσάγω bring to perf part mp neut nom/voc/acc pl προσηγμένᾱ , προσάγω bring to perf part mp fem nom/voc/acc dual προσηγμένᾱ , προσάγω bring to perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσάγαγε — προσάγω bring to aor imperat act 2nd sg προσά̱γαγε , προσάγω bring to aor ind act 3rd sg (doric aeolic) προσάγω bring to aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»