-
101 ущерб
ущербм1. (убыток) ἡ ζημία, ἡ βλάβη, ἡ φθορά:материальный \ущерб ἡ ὑλική ζημία· нанести́ (или причинить) \ущерб ἐπιφέρω ζημία, βλάπτω· понести (или потерпеть) \ущерб ὑφίσταμαι ζημία· в \ущерб кому́-л. πρός ζημίαν κάποιου· в "\ущерб здоровью μέ βλάβη τής ὑγείας· в \ущерб себе πρός βλάβην μου (σου, του)· в \ущерб интересам дела σέ βάρος τῶν συμφερόντων τής ὑπόθε-σης· в \ущерб здравому смыслу ἐνάντια σέ κάθε λογική· без \ущерба (для)... χωρίς ζημιά γιά...·2. астр. τό ἀδειασμα:\ущерб луны τό ἀδειασμα τοῦ φεγγαριοῦ· луни́ на \ущербе τό φεγγάρι ἀδειάζει· ◊ быть на \ущербе а) παρακμάζω, σβήνω (о славе), б) ὀλιγοστεύω (о силах, здоровье и т. п.). -
102 честь
чест||ьж ἡ τιμή, ἡ ὑπόληψη [-ις]:дело (долг) \честьи τό ζήτημα (то καθήκον) τιμής· суд \честьи τό δικαστήριο τιμής· задеть (затронуть) чью-л, \честь θίγω τήν τιμή κάποιου· ◊ кляну́сь \честьью! ὁρκίζομαι στήν τιμή μου!· в \честь кого-л. προς τιμήν κάποιου· быть в \честьи́ у кого́-л. χαίρω τής ἐκτιμήσεως κάποιου· к \честьи его́ надо сказать προς τιμήν του πρέπει νά είπω-θεΐ· это делает ему́ \честь αὐτό τόν τιμᾶ· оказать \честь кому́-л. τιμώ κάποιον сделайте мне \честь пообедать у меня κάνετε μου τήν τιμή νά γευματίσετε στό σπίτι μου· я считаю за \честь θεωρώ τιμή[ν] μου· иметь \честь ἔχω (или (λαμβάνω) τήν τιμήν не имею \честьи знать δέν ἔχω τήν τιμή νά γνωρίζω· на его́ долю выпала \честь τοῦ ἔλαχε ἡ τιμή· отдавать \честь воен. ἀπονέμω (τάς) τιμάς· пора и \честь знать μή βγαίνεις ἀπό τά ὅρια, πᾶν μέτρον ἄριστον просить \честь ью παρακαλώ μέ τό καλό. -
103 англофобство
-а ουδ.μισαγγλισμός, μίσος ή απέχθεια προς την Αγγλία και προς κάθε τι αγγλικό. -
104 ввалившийся
1. μτχ. παρλθ. χρ. του ρ. ввалиться.2. επ. πεσμένος, γερμένος προς τα μέσα•-иеся губы γερμένα προς τα μέσα χείλη.
-
105 вдавить
вдавлю, вдавишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вдавленный, βρ: -лен, -а, -о, ρ.σ.μ.πιέζω προς τα μέσα, βάζω, χώνω, μπήγω•вдавить пробку в бутылку βάζω το βούλωμα στο μποκάλι.
πιέζομαι προς τα μέσα, μπαίνω, χώνομαι, μπήγομαι. -
106 вдвинуть
-ну, -нешь, ρ.σ.μ.κινώ προς τα μέσα, μπάζω, βάζω μέσα•вдвинуть ящик в стол βάζω μέσα το συρτάρι του τραπεζιού.
κινούμαι προς τα μέσα, μπαίνω, εισέρχομαι•ящик с трудом -лся в стол το συρτάρι με δυσκολία μπήκε στο τραπέζι.
-
107 великий
επ., βρ: -лик, -а, -о и. –а, -о, πλθ. велики κ. велики, υπερθ. величайший.1. μέγας, μεγάλος•александр великий ο Μέγας Αλέξανδρος•
-ие люди οι μεγάλοι άνθρωποι•
ученый μεγάλος επιστήμονας.
2. πολύ μεγάλος, τρανός•великий праздник μεγάλη γιορτή•
у страха глаза -и οτο φόβο τα μάτια μεγαλώνουν, γουρλώνουν.
3. μεγαλύτερος του δέοντος•сапоги мне -и οι μπότες μου είναι μεγάλες.
εκφρ.от мала до -а – μικροί και μεγάλοι (όλοι)•- ое множество – μεγάλο πλήθος•к -ому – προς το μεγάλο•к -ому моему удивлению – προς μεγάλη μου κατάπληξη•великий пост – η Μεγάλη Σαρακοστή•- а важность – μεγάλη σπουδαιότητα. -
108 вжать
-
109 взбросить
взброшу, взбросишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взброшенный, βρ: -шен, -а, -о ρ.σ.μ.πετώ, ρίχνω προς τα πάνω, αναρρίπτω.πετιέμαι, ρίχνομαι προς τα πάνω. -
110 взволочь
-локу, -лочешь, -кут ρ.σ.μ.(απλ.) σέρνω, σύρω, τραβώ προς τα πάνω.σέρνομαι, σύρομαι, τραβιέμαι προς τα πάνω. -
111 взмах
-а α.κίνηση, κούνημα προς τα πάνω•взмах руки το κούνημα του χεριού προς τα πάνω•
взмах крыльев το φτερούγισμα•
взмах весел το ανασήκωμα των κουπιών (κατά την κωπηλασία), κωπηλάτημα.
-
112 взмахнуть
-ну, -нешь, ρ.σ.κινώ, αιωρώ, κουνώ προς τα πάνω• ανεμίζω•взмахнуть платком κουνώ επάνω το μαντήλι•
взмахнуть крыльями φτερουγίζω•
-фуражкой κουνώ επάνω το καπέλλο.
κουνιέμαι προς τα πάνω. -
113 вид
вид 1-а (-у), προθτ. о виде, в виде, в виду, на виду а.1. μορφή, όψη, εμφάνιση, παρουσιαστικό φάτσα, φιγούρα σχήμα•жалкий вид άθλια μορφή•
наружный вид εξωτερική εμφάνιση•
гора эта имеет вид конуса το βουνό αυτό είναι κωνοειδές•
жемчуг в -е груши μαργαριτάρι απιοειδές.
|| (έκφραση προσώπου) όψη, ύφος, θωριά, αέρας•больной вид ασθενική όψη•
строгий вид αυστηρό ύφος•
важный вид σοβαρό ύφος•
радостный вид χαρούμενη όψη.
|| κατάσταση•в нормальном -е σε κανονική κατάσταση•
в пьяном -е σε κατάσταση μέθης.
2. προοπτική, άποψη, θέα•комната с -ом на море δωμάτιο με θέα προς τη θάλασσα•
вид на город η άποψη της πόλης.
|| τοπίο•альбом с -ами Греции λεύκωμα με τοπία της Ελλάδας.
3. με τις προθέσεις: в, из, на, при σχηματίζει γλωσσικούς συνδυασμούς•в -у, на -у εν όψει•
в -у неприятеля εν όψει του εχθρού•
на -у у всех εν όψει όλων, μπροστά στα μάτια όλων•
испугаться при -е зверя φοβούμαι αντικρίζοντας το θηρίο•
у меня нет ничего в -у δε βλέπω τίποτε μπροστά μου•
ей на вид 50 лет αυτή δείχνει για πενηντάρα•
при -е опасности εν όψει του κινδύνου•
потерять из -у χάνω από τη θέα (όραση, μάτια).
4. πλθ. -ы προοπτική, υπολογισμοί, προύποθέσεις•-ы на будущее οι προοπτικές για το μέλλον•
-ы на урожай προοπτικές για τη σοδειά.
5. παλ. η ταυτότητα.εκφρ.вид на жительство – είδος ταυτότητας•в -е – σαν, ωσάν, εν είδει, δίκην•для -а – α) για τα μάτια, για το θεαθήναι, β) για φάτσα, για επίδειξη, για μόστρα•на, по -у, с -у – εξ όψεως, από την όψη, κατ’ όψιν•под -ом – με την πρόφαση•видать -ы – βλέπω, περνώ, δοκιμάζω πολλά•иметь -ы – υπολογίζω, σκοπεύω, έχω κατά νου, αποβλέπω, αποσκοπώ, ξαμώνω•не подать ή не показать -у – δε δείχνομαι (δε δείχνω σημεία,πού μπορεί να με αντιληφθούν)" делать вид κάνω πώς, προσποιούμαι•быть на -у – τραβώ την προσοχή, φαίνομαι•иметь в -у – α) έχω υπ’ όψη μου. β) εννοώ, υπονοώ•ни под каким -ом – με κανένα τρόπο, με καμιά πρόφαοη•вид в ложном -е – ψεύτικα, ψευδώς• διαστρεβλωμένα" ставить на вид προειδοποιώ (για τιμωρία, ποινή)- упустить ή выпустить из -у λησμονώ, ξεχνώ, απαλείφω από τη μνήμη, παραδίδω στη λήθη•в -у – λόγω, ένεκα•он уволен от должности в -у его неспособности – απολύθηκε άπο τη θέση λόγω ανικανότητας•в малом -е – εν σμι-κρώ, σε σμικρογραφία.вид 2-а α.είδος• τύπος•разные -ы мрамора διάφορα είδη μαρμάρου.
|| (υποδιαίρεση)• είδος• γένος•ветла вид вид ивы η λευκή ιτιά είναι ένα είδος ιτιάς•
отношение -а к роду (λογ., φιλοσ.) η σχέση του είδους προς το γένος.
(γλωσ.)•μορφή•глагол несовершенного -а ρήμα διαρκείας (διαρκούς μορφής)•
глагол совершенного -а ρήμα στιγμιαίο (στιγμιαίας μορφής).
-
114 впятить
впячу, впятишь, ρ.σ.μ. (απλ.) βάζω μέσα με κίνηση προς τα πίσω•-ли машину в гараж έβαλαν το αυτοκίνητο στο γκαράζ με σπρώξιμο προς τα πίσω.
-
115 вскатить
вскачу, вскатишь, ρ.σ.μ. ανακυλώ, κυλώ προς τα πάνω, ανεβάζω κυλώντας.κυλιέμαι προς τα πάνω, με ανεβάζουν κυλώντας. -
116 вспять
επίρ.προς τα πίσω, όπισθεν•повернуть вспять γυρίζω προς τα πίσω.
-
117 выкатить
-ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выкаченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ.1. κυλώ προς τα έξω.2. περνώ γρήγορα•из-за угла -ил велосипед από τη γωνία βγήκε και πέρασε γρήγορα ένα ποδήλατο.
3. (απλ.) γουρλώνω τα μάτια.1. κυλώ, κυλιέμαι προς τα έξω•арбуз -лся из корзины το καρπούζι βγήκε και κύλισε έξω από το καλάθι.
2. εμφανίζομαι, προβάλλω, βγαίνω•поезд медленно -лся из-за поворота το τραίνο αργά πρόβαλε από τη στροφή.
|| μτφ. ξεφεύγω, ξεγλιστρώ, το σκάζω•мы поспешно -лись за дверь εμείς βιαστικά το σκάσαμε από την πόρτα.
3. (απλ) γουρλώνω τα μάτια. -
118 выходить
вы/ ходить 1-ожу, -одишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выхоженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.περιέρχομαι, περιφέρομαι, γυρίζω, επισκέπτομαι πολλά μέρη.вы/ ходить 2ρ.σ.μ.(γραμμ. στοιχεία βλ. выходить1).1. περιποιούμαι ασθενή.2. ανατρέφω, μεγαλώνω.выходи/ть 3-ожу, -одишь, ρ.δ.1. βλ. выйти.2. βλέπω, κοιτάζω, είμαι εστραμμένος, έχω θέα προς•окна -ят в сад τα παράθυρα βλέπουν προς το δεντρόκηπο.
3. άπρόσ. βγαίνω, συμπεραίνομαι, πηγάζω, απορρέω.εκφρ.выходить в отставку – παλ. πηγαίνω σε σύνταξη•не -ит из головы ή из ума – δε μου βγαίνει από το κεφάλι, το μυαλό, το νου (θυμάμαι συνέχεια). -
119 глядеть
-яду, -ядишь, επιρ. μτχ. глядя κ. λκ. ποίηση•глядючи, ρ.δ.
1. βλέπω, κοιτάζω, παρατηρώ, ορω, θεωρώ, θωρώ•глядеть не глядеться δε χορταίνω να κοιτάζω•
пристально глядеть καρφώνω τα μάτια.
2. προσέχω, επιβλέπω,παρακολουθώ, επιτηρώ•глядеть за детьми επιβλέπω τα παιδιά.
(απλ.) κοιτάζω (προσπαθώ) να διακρίνω στο πλήθος.3. έχω θέα προς, βλέπω, κοιτάζω•окна -ят на двор τα παράθυρα είναι (βλέπουν)προς την αυλή.
4. φαίνομαι•из-за туч -ла луна μέσα από τα σύννεφα πρόβαλε το φεγγάρι.
5. δείχνω, φαντάζω, έχω θωριά.6. (προστκ.) -и(те) πρόσεχε, -έχετε (για κίνδυνο ή απειλή)•-щ не усни! κοίτα, μην αποκοιμηθείς!
εκφρ.глядеть в оба глаза – τα μάτια σου τέσσερα•глядеть в гроб ή в могилу – είμαι εν όψει του μοιραίου, του τέλους, πεθαίνω οσονούπω, είμαι του θανατά•глядеть вон – κοιτάζω για φευγιό, για να το σκάσω•коса на кого – στραβοκοιτάζω κάποιον (δείχνω δυσαρέσκεια)•глядеть смерти (опасности, гибели – κ.τ.τ.) αντικρύζω το θάνατο, βλέπω το χάρο με τα μάτια•- я по кому-чему – ανάλογα (κατά) τον, το κ.τ.τ. -я по обстоятельствам ανάλογα με (κατά) τις περιστάσεις•по погоде -я – ανάλογα με (κατά) τον καιρό•на ночь -я – αργά το βράδυ, περασμένη η ώρα•того и -и – αυτό και να περιμένεις•не -ел бы на свет(божий) – δε σήκωνε κεφάλι από τη στενοχώρια•-я на... – κατά το παράδειγμα του...• подписать не -я υπογράφω με κλειστά τα μάτια (χωρίς να ελέγξω).κοιτάζομαι•глядеть на зеркало κοιτάζομαι στον καθρέφτη•
месяц -ится в речку το φεγγάρι φαίνεται στο ποταμάκι.
-
120 далёкий
επ., βρ: -лек, -лека, -леко και -лёко, πλθ. далеки, κ. далеки; дальше.1. μακρινός, αλαργινός, απώτερος•далёкий путь μακρινός δρόμος•
-ие страны μακρινές χώρες•
-ое будущее απώτερο μέλλον•
-ое прошлое μακρινό παρελθόν•
далёкий мой друг! μακρινέ μου φίλε! (πού ζει μακριά).
2. ξένος, άσχετος, αδιάφορος•он далек от наших интересов είναι ξένος προς τα συμφέροντα μας•
ваши слова -и от истины τα λόγια σας απέχουν πολύ από την αλήθεια•
они -ие друг гругу люди αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν τίποτε το κοινό μεταξύ τους ή είναι ξένοι ο ένας προς τον άλλον•
я -лек от подозрения δεν υποψιάζομαι καθόλου•
я -лек от мысли... δε σκέφτομαι καθόλου....
3. (με άρνηση)• έξυπνος, ευφυής, νοητικός•он не очень далёкий человек δεν είναι και τόσο έξυπνος άνθρωπος, δεν του κόβει και τόσο πολύ.
См. также в других словарях:
προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… … Dictionary of Greek
πρός — on the side of indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προς — πρόθεση που σημαίνει τη διεύθυνση· έχει επίσης και την έννοια του περίπου χρονικά ή τοπικά. Ήρθε προς το βράδυ. – Πήγαινε προς την Kαβάλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. — πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. См. По ране и пластырь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πρὸς τὰ σάκκια μερίζει ὁ θεὸς τὴν κρυάδα. — См. Бог по силе крест налагает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πρὸς Κρῆτα κρητίζειν. — См. Нанималась лиса на птичий двор, беречь от коршуна … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Επιστολή προς Εβραίους — Μία από τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου η οποία σώζεται στον κανόνα της Καινής Διαθήκης. Είναι ιδιότυπη ως προς το περιεχόμενο, τη μορφή και τη γλώσσα και γι’ αυτό η πατρότητά της αμφισβητήθηκε. Ωστόσο, η ομοιότητα της διδασκαλίας της με τη… … Dictionary of Greek
Ἐμποδών πρὸς τὸ συμφέρον. — ἐμποδών πρὸς τὸ συμφέρον. См. Не быть бы счастью, да несчастье помогло … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἔπος πρὸς ἔπος. — ἔπος πρὸς ἔπος. См. Слово за словом … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Χαλεπὸν μέν ἐστν, ὦ πολῖται, πρὸς γαστέρα λέγειν ὦτα οὐκ ἔχουσαν. — χαλεπὸν μέν ἐστν, ὦ πολῖται, πρὸς γαστέρα λέγειν ὦτα οὐκ ἔχουσαν. См. У брюха нет уха … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Εβραίους, επιστολή προς- — Μία από τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, γραμμένη σε εξαιρετικά γλαφυρό ύφος. Εξαιτίας της ιδιομορφίας της ως προς το περιεχόμενο, τη μορφή και τη γλώσσα, αμφισβητήθηκε η προέλευσή της καθώς και ο χρόνος της συγγραφής της. Παρ’ όλα αυτά, η… … Dictionary of Greek