-
81 вправо
вправонареч δεξιά, προς τά δεξιά:пойти \вправо πηγαίνω προς τά δεξιά· повернуть \вправо γυρίζω (или στρίβω) δεξιά. -
82 далекий
далек||ийприл1. μακρινός, μακρυνός/ παλιός, παλαιός, ἀπώτερος (о времени):\далекийое прошлое τό μακρινό παρελθόν \далекийое будущее τό ἀπώτερο μέλλον \далекийая старина τά πανάρχαια χρόνια·2. перен (чуждый) ξένος, ἄσχετος:они́ далеки́ от наших интересов εἶναι ξένοι πρός τά συμφέροντα μας· мы \далекийие друг дру́гу люди ἐμεΐς είμαστε διαφορετικοί ἀνθρωποι, ἄσχετοι ὁ ἕνας προς τόν ἀλλον вы далеки́ от истины είσθε μακρυά ἀπό τήν ἀλήθεια· ◊ он не очень \далекий человек ἄνθρωπος περιορισμένης ἀντίληψης. -
83 избежание
избежа||ниес:во \избежание προς ἀποφυγήν во \избежание недоразумений προς ἀποφυγήν παρεξηγήσεων. -
84 кверху
кверхунареч προς τά πάνω, προς τά ἄνω. -
85 наклоняться
наклонять||сяγέρνω, σκύβω, κύπτω, κλίνω:\наклонятьсяся к кому-л., к чему́-л. γέρνω προς κάποιον, προς κάτι· \наклонятьсяся над кем-л., над чем-л. σκύβω πάνω ἀπό κάποιον, ἀπό κάτι. -
86 наперечет
наперечетнареч1. ἕναν προς ἕναν:он знал всех \наперечет τους ήξερε ὀλους ἔναν προς ἐναν·2. (в небольшом количестве) μετρημένα στά δάχτυλα:таких людей, как он \наперечет τέτοιοι ἀνθρωποι μετριούνται στά δάχτυλα -
87 нетрудоспособность
нетрудоспособностьж ἤ ἀνικανότης προς ἐργασίαν, ἡ ἀναπηρία:временная \нетрудоспособность ἡ προσωρινή ἀνικανότης προς ἐργασίαν. -
88 обращать
обращатьнесов1. (направлять) γυρίζω, στρέφω, μεταστρέφω:\обращать ору́жие против неприятеля στρέφω τά ὅπλα κατά τοῦ ἐχθροϋ· \обращать взоры на кого-л., на что́-либо στρέφω τά βλέμματα μου προς κάποιον (или προς κάτι}· \обращать внимание на что-л. στρέφω τήν προσοχή, ἐφιστῶ τήν προσοχή· \обращать на себя внимание κινῶ τήν προσοχή, προσελκύω τήν προσοχή·2. (убеждать, склонять к чему-л.) προσηλυτίζω·3. (превращать) μεταβάλλω, μεταμορφώνω, μετατρέπω· ◊ \обращать в бегство кого-л. τρέπω εἰς φυγήν κάποιον \обращать в шутку что́-л. τό γυρίζω στό ἀστείο· \обращать на путь истины шутл. ἐπαναφέρω κάποιον στό δρόμο τῆς ἀληθείας, ἐπαναφέρω κάποιον στον ίσιο δρόμο. -
89 обращаться
обращать||ся1. (поворачиваться) γυρίζω, στρέφομαι:\обращатьсяся лицом к свету στρέφω τό πρόσωπο μου προς τό φῶς·2. (превращаться) μεταμορφώνομαι, μεταβάλλομαι, ἀλλάζω·3. (к науке и т. ἡ) προστρέχω, καταφεύγω:\обращатьсяся к первоисточникам προστρέχω στίς πρώτες πηγές·4. (с какими-л. словами, просьбой и т. п.) ἀπευθύνομαι, ἀποτείνομαι:\обращатьсяся к кому́-л. с улыбкой ἀπευθύνομαι μέ χαμόγελο σέ κάποιον \обращатьсяся за помощью к кому́-л. ζητῶ βοήθεια ἀπό κάποιον \обращатьсяся с призывом к кому́-л. κάνω ἔκκλησιν προς κάποιον \обращатьсяся с вопросом ἐρωτῶ, βάζω ἐρώτημα·5. эк. (оборачиваться) κυκλοφορώ·6. (обходиться с кем-л., с чем-л.) φέρνομαι, συμπεριφέρομαι, μεταχειρίζομαι:хорошо́ \обращатьсяся φέρνομαι καλά, συμπεριφέρομαι καλά· ду́р-но (плохо) \обращатьсяся κακομεταχειρίζομαι, φέρνομαι ἄσχημα, ἀποπαίρνω·7. (пользоваться, применять) (μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ:умело \обращатьсяся с чем-л. χειρίζομαι κάτι ἐπιδέξια -
90 обращение
обращени||ес1. (превращение) ἡ με-ταμόρφωση [-ις], ἡ μεταβολή·2. (оборот, круговорот) ἡ κυκλοφορία:товарное \обращение ἡ ἐμπορευματική κυκλοφορία· денежное \обращение ἡ νομισματική κυκλοφορία· \обращение планет астр. ἡ περιστροφή τών πλανητών пускать в \обращение что-л. βάζω σέ κυκλοφορία, κυκλοφορώ· изъять из \обращениея ἀποσύρω ἀπό τήν κυκλοφορία·3. (обхождение с кем-либо) τό φέρσιμο, ἡ συμπεριφορά, ἡ μεταχείριση:дурное \обращение ἡ κακομεταχείριση, ἡ κακή συμπεριφορά· вежливое \обращение ἡ καλή συμπεριφορά, ἡ εὐγένεια·4. (умение пользоваться, применять) ὁ χειρισμός, ἡ χρήσις·5. (призыв) τό διάγγελμα:\обращение к избирателям τό διάγγελμα προς τους ἐκλογείς· \обращение к народу τό διάγγελμα προς τό λαό· опубликовать \обращение δημοσιεύω διάγγελμα·6. грам. ἡ προσφώνησις· ◊ \обращение в веру ὁ προσηλυτισμός· \обращение в рабство ἡ ὑποδούλωση, ὁ ἐξανδραποδισμός. -
91 отодвигаться
отодвигать||ся1. ἀπομακρύνομαι, μετατοπίζομαι, παραμερίζω/ ὑποχωρῶ (отступать назад):\отодвигатьсяся к окну́ παραμερίζω προς τό παράθυρο· \отодвигатьсяся к стене ὑποχωρώ προς τόν τοίχο·2. перен (отсрочиваться) разг ἀναβάλλομαι. -
92 перед
перед Iпредлог с твор. п.1. (при обозначении места) μπροστά, ἐνώπιον, ἔμπροσ-θεν:\перед домом μπροστά στό σπίτι· \перед дверьми́ πρό τῶν θυρών, μπροστά στήν πόρτα· передо мной μπροστά μου, ἐνώπιον μου· \перед глазами μπροστά στά μάτια·2. (при обозначении времени) πρίν, πρό:\перед восходом со́лица πρίν ἀνατείλει ὁ ήλιος, πρό τῆς ἀνατολής τοῦ ήλίου· \перед обедом πρό τοῦ φαγητοῦ· \перед началом занятий πρίν ἀπό τήν Εναρξη τῶν μαθημάτων, πρό τῆς ἐνάρξεως τῶν μαθημάτων \передтем, как выйти и́з дому πρίν ἔβγω ἀπό τό σπίτι·3. (по отношению к кому-л., чему-л.) προς, παρά:долг \перед Родиной^ τό καθήκον πρός τήν πατρίδα· извиниться \перед кем-л. ζητώ συγγνώμη ἀπό κάποιον4. (по сравнению) ἐν συγκρίσει:они́ ничто́ \перед ним αὐτοί δέν εἶναι τίποτε ἐν συγκρίσει μ' αὐτόν.перед IIм τό μπροστινό μέρος:\перед дома ἡ πρόσοψη τοῦ σπιτιοῦ. -
93 плечо
плеч||ос1. ὁ ὠμος:\плечоо́м к \плечоу́ δίπλα-δίπλα, πλαϊ-πλαϊ· пожимать \плечоа́ми σηκώνω (или ὑψώνω) τους ὠμους· правое (левое) \плечо вперед! воен. ἀλλαγή κατευθύνσεως προς τ' ἀριστερά (προς τά δεξιά)!·2. тех. ὁ βραχίων, \плечо коромысла τό ζυγάρν ◊ это ему́ не по \плечоу́ αὐτόδέν εἶναι γιά τά κότσια του· иметь голову на \плечоах ίχω μυαλο, τά ἔχω τετρακόσια· на его \плечоах вся семья συντηρεί ὀλοκληρη τήν οἰκογένεια· с плеч долой λιγωτερος ἔνας μπε-λας· гора́ с плеч свалилась ἀπαλλάχτηκα ἀπό μεγάλο βάρος. -
94 повод
повод Iм ἡ ἀφορμή:по \поводу ὡς προς, ὀσον ἀφορᾶ· по какому \поводу? γιά ποιο λόγο;, προς τί;· по всякому \поводу γιά τό κάθε τι, γιά ψύλλου πήδημα· без всякого \повода χωρίς καμμιά ἀφορμή, στά καλά καθούμενα· дать \повод δίνω ἀφορμή.повод IIм (у лошади) τό χαλινάρι, ὁ χαλινός, τά γκέμια· ◊ быть у кого́-л. на \поводу́ μέ τραβά (или μέ σέρνει) κάποιος ἀπό τή μύτη. -
95 поворот
поворотм1. (действие) ὁ γῦρος, ἡ στροφή, ἡ περιστροφή·2. (место поворота) ἡ στροφή, ἡ καμπή:на \повороте дороги στή στροφή τοῦ δρόμου·3. перен ἡ τροπή, ἡ ἀλλαγή, ἡ μεταλλαγή, ἡ μεταβολή:\поворот к лу́чшему (к ху́дшему) ἀλλαγή προς τό καλύτερο (προς τό χειρότερο)· дело приняло неожиданный \поворот ἡ ὑπόθεση πήρε ἀπροσδόκητη τροπή. -
96 подаваться
подавать||ся1. (сдвинуться) κινιέμαι, μετατοπίζομαι / ὑποχωρώ (уступить напору):дверь не подается ἡ πόρτα δέν ἀνοίγει· \подаватьсяся вперед προχωρώ προς τά ἐμπρός· \подаватьсяся назад κι-νοῦμαι προς τά πίσω, κάνω πίσω·2. (уступать просьбам) ὑποχωρώ, ἐνδίδω·3. (отправляться) разг πηγαίνω, τραβώ γιά, φεύγω γιά:\подаватьсяся на юг τραβώ γιά τά νότια μέρη. -
97 поплыть
поплытьсов ἀρχίζω νά πλέω προς.../ ἀρχίζω νά κολυμπώ προς... (о человеке). -
98 равн'ый
равн|'ыйприл ίσος, ὀμοιος:\равн'ыйые права ἰσα δικαιώματα· \равн'ыйым образом ἐπίσης, ὁμοίως· на \равн'ыйых основаниях μέ ἰσα δικαιώματα· быть \равн'ыйым кому́-л. εἶμαι ίσος μέ κάποιον, ΐσοῦμαι προς· ему́ нет \равн'ыйых радεἶναι ἀπαράμιλλος· относиться как к \равн'ыйому φέρομαι σάν ίσος προς ἰσον. -
99 ради
радипредлог1. (для чего-л., кого-л.) γιά χάρη, γιά (προς) χάριν, γιά τό χατίρι:\ради него γιά τό χατίρι του, προς χάριν του· \ради общей пользы γιά τό κοινό συμφέρον2. (с целью чего-л.) γιατί:\радичего́?, чего́\ради? γιά ποιόν λόγο;, γιά ποιόν σκοπό;· шутки \ради ἀστειευόμενος· ◊ \ради бо́га (пожалуйста) разг παρακαλώ. -
100 удивление
удивлени||ес ἡ ἔκπληξη [-ις], ἡ κατάπληξη [-ις], ὁ θαυμασμός:к моему́ великому \удивлениею προς μεγάλην μου ἔκπληξη· быть вие себя от \удивлениея εἶμαι κατάπληκτος, εἶμαι ἔκθαμβος· смотреть с \удивлениеем на кого-л. κυττάζω μέ περιέργεια κάποιον разинуть рот от \удивлениея разг μένω ἔκ-πληκτος, μένω μέ ἀνοιχτό τό στόμα· всем на \удивлениее προς μεγάλην ἔκπληξιν ὅλων.
См. также в других словарях:
προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… … Dictionary of Greek
πρός — on the side of indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προς — πρόθεση που σημαίνει τη διεύθυνση· έχει επίσης και την έννοια του περίπου χρονικά ή τοπικά. Ήρθε προς το βράδυ. – Πήγαινε προς την Kαβάλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. — πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. См. По ране и пластырь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πρὸς τὰ σάκκια μερίζει ὁ θεὸς τὴν κρυάδα. — См. Бог по силе крест налагает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πρὸς Κρῆτα κρητίζειν. — См. Нанималась лиса на птичий двор, беречь от коршуна … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Επιστολή προς Εβραίους — Μία από τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου η οποία σώζεται στον κανόνα της Καινής Διαθήκης. Είναι ιδιότυπη ως προς το περιεχόμενο, τη μορφή και τη γλώσσα και γι’ αυτό η πατρότητά της αμφισβητήθηκε. Ωστόσο, η ομοιότητα της διδασκαλίας της με τη… … Dictionary of Greek
Ἐμποδών πρὸς τὸ συμφέρον. — ἐμποδών πρὸς τὸ συμφέρον. См. Не быть бы счастью, да несчастье помогло … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἔπος πρὸς ἔπος. — ἔπος πρὸς ἔπος. См. Слово за словом … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Χαλεπὸν μέν ἐστν, ὦ πολῖται, πρὸς γαστέρα λέγειν ὦτα οὐκ ἔχουσαν. — χαλεπὸν μέν ἐστν, ὦ πολῖται, πρὸς γαστέρα λέγειν ὦτα οὐκ ἔχουσαν. См. У брюха нет уха … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Εβραίους, επιστολή προς- — Μία από τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, γραμμένη σε εξαιρετικά γλαφυρό ύφος. Εξαιτίας της ιδιομορφίας της ως προς το περιεχόμενο, τη μορφή και τη γλώσσα, αμφισβητήθηκε η προέλευσή της καθώς και ο χρόνος της συγγραφής της. Παρ’ όλα αυτά, η… … Dictionary of Greek