-
1 προς-πέτομαι
προς-πέτομαι (s. πέτομαι), hinzufliegen, zufliegen, plötzlich, unerwartet zukommen; τίς ἀχώ, τίς ὀδμὰ προςέπτα μ' ἀφεγγής; Aesch. Prom. 115; μέλος, 554, es kam mir plötzlich zu Ohren; προςέπτατο, 647; τίς γάρ ποτ' ἀρχὴ τοῠ κακοῠ προςέπτατο, Soph. Ai. 275; Sp. bildeten dazu auch den aor. προςεπετάσϑην, wie Ath. IX, 395 a, wo v. l. ist προπετασϑείσης ἐκ τοῠ πελάγους περιστερᾶς.
-
2 πέτομαι
Aπέτεαι Anacr.9
: [tense] impf. ἐπετόμην, [dialect] Ep. πετ- Il.5.366, etc.: [tense] fut. , cf. 1126 ( ἀπο-); shortd. πτήσομαι (ἐκ-) Id.V. 208, and always in early Prose, ( ἀνα-) Pl.Lg. 905a, al., Aeschin.3.209, ( ἐπι-) Hdt.7.15 (mostly in compds., but πτήσεσθαι in later Prose, Lib.Or.2.27): [tense] aor. ἐπτόμην, inf.πτέσθαι S.OT17
; elsewh. in compds., ( ἐπι-) Il.4.126, (ἀν-) Antipho Fr.58, etc.; freq. also ἐπτάμην, Il.13.592, E.Hel.18, ( παρ-) Semon.13, (ἐς-) Hdt.9.100; [dialect] Ep. [ per.] 3sg.πτάτο Il.23.880
, inf. πτάσθαι ( δια-) E.Med.1, part.πτάμενος Il.5.282
, 22.362, etc. (in codd. of Pl. forms of ἐπτόμην in compds. predominate over those from ἐπτάμην; δι-έπτατο is found in codd. of Ar. V. 1086, ἐκ-πτόμενος folld. byκατ-έπτατο Id.Av. 788
sq.; ἀν-επτάμαν is prob. in S.Aj. 693 (lyr.), προς-έπτατο ib. 382); subj. πτῆται for πτᾶται, Il.15.170: also [tense] aor. of act. form ἔπτην, ἔπτης, IG14.2550, Luc. Trag.218,ἔπτη Batr.208
, Nonn.D.2.223, al., Anacreont.22.3 ; opt.πταίης AP5.151
(Mel.); part. , Hdn.Gr.1.532; elsewh. only in compds., (δι-) IG3.1386, (ἐξ-) Hes.Op.98, (ἀν-) S.Ant. 1307, E.Med. 440, ( προς-) A.Pr. 115, ( ὑπερ-) S.Ant. 113 (Trag. only in lyr.): [tense] pf. πέπτηκα only as a coinage in Choerob. in Theod.2.79, elsewh. πεπότημαι (v. ποτάομαι): [tense] aor. [voice] Pass. ( εἰς-), LXX Ps.17(18).10, Ho.9.11 (ἐξ-), Sotion p.186 W., D.S.4.77 (ἐξ-): [tense] fut. [voice] Pass.πετασθήσομαι LXX Hb.1.8
.—The only [tense] pres. in Hom. and [dialect] Att. Prose is πέτομαι; [full] πέταμαι is used by Sapph.Supp.10.8, Simon. 30, Pi.P.8.90, N.6.48, E. Ion 90 (anap.), AP11.208 (Lucill.), and in later Prose, as Arist.IA 709b10, HA 609a14 ( περι-), cf. Moer.p.311 P.; noted as archaic by Luc.Pseudol.29: [tense] aor. imper.πέτασσαι Anacreont. 14.2
; [full] ἵπταμαι (q. v.) is first found in late writers, Mosch.3.43, Babr. 65.4, etc. (mostly in compds., cf. ἐξίπταμαι; ἀφίπτατο in E.IA 1608 is spurious), and is censured by Luc.Lex.25, Sol.7 :— fly, of birds, Il. 12.207, 13.62, Od.2.147, etc.; of bees, gnats, etc., Il.2.89, Hdt.2.95; of a departing spirit,ψυχὴ ἐκ ῥεθέων πταμένη Ἄϊδόσδε βεβήκει Il.22.362
;ἐκ μελέων θυμὸς πτάτο 23.880
: metaph., of young children, ; also of arrows, javelins, etc., Il.20.99, etc.; ὀλοοίτροχος.. ἀναθρῴσκων π. 13.140 (but ἐκ χειρῶν ἔπτατ' ἐρετμά, τεύχεα fell suddenly.., Od.12.203, 24.534); of any quick motion, dart, rush, of men, Il.13.755, 22.143, etc.; of horses,μάστιξεν δ' ἐλάαν, τὼ δ' οὐκ ἀέκοντε πετέσθην 5.366
, cf. 768, etc.; of chariots, Hes.Sc. 308; of dancers, E.Cyc.71 (lyr.); πέτον fly! i.e. make haste! Ar.Lys. 321; ἔχρην πετομένας ἥκειν πάλαι ib.55 ;πολλοὶ ἥξουσι πετόμενοι Pl.R. 567d
, cf. 467d; πέτονται.. ἐπὶ ταῦτ' ἄκλητοι, of parasites, Antiph.229.II metaph. and proverbial usages:—to be on the wing, flutter, of uncertain hopes, ἐξ ἐλπίδος π. Pi.P.8.90; π. (lyr.); of fickle natures, ; ἐφ' ἕτερον π. Ar.Ec. 899; ὄρνις πετόμενος a bird ever on the wing, Id.Av. 169; πετόμενόν τινα διώκεις 'you are chasing a butterfly', Pl.Euthphr.4a, cf. Arist.Metaph. 1009b38; of fame, fly abroad,πέταται τηλόθεν ὄνυμ' αὐτῶν Pi.N.6.48
.2 c. dat., πτάμενος νοήματι flying in mind, Id.Fr.122.4. (Cf. πίπτω, Skt. pátati 'fly', 'fall', Lat. prae-pes, etc.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πέτομαι
-
3 προςπέτομαι
προς-πέτομαι, hinzufliegen, zufliegen, plötzlich, unerwartet zukommen; μέλος, es kam mir plötzlich zu Ohren -
4 πίπτω
A Exc. ex libris Herodiani p.28 (cf. Hdn.Gr.2.377 note); poet. subj.πίπτῃσι Pl.Com. 153.5
: [dialect] Ep. [tense] impf.πῖπτον Il.8.67
, etc. (for the quantity of ι cf. Hdn. Gr.2.10); [dialect] Ion. πίπτεσκον ( συμ-) Emp.59.2: [tense] fut. (lyr.), etc.; [dialect] Ion.[ per.] 3pl.πεσέονται Il.11.824
, [ per.] 3sg.πεσέεται Hdt.7.163
, 168: [tense] aor. ἔπεσον, inf. πεσεῖν, Il.13.178, etc.; [ per.] 2sg. opt.πεσοίης Polem.Call. 10.14
; [dialect] Aeol. and [dialect] Dor.ἔπετον Alc.60
, Pi.O.7.69, P.5.50, ([etym.] κάπετον) O.8.38, (ἐμ-) P.8.81, cf. Isyll.8, IG14.642 ([place name] Thurii); in later writers ἔπεσα, Orph.A. 521, LXX Le.9.24, al., f.l. in E.Tr. 291 ( προς-): [tense] pf. , Ar.Ra. 970, etc.; [dialect] Ep. part. πεπτεώς, εῶτος (the εω forming one syll. by synizesis), Il.21.503, etc.; also πεπτηώς, ηυῖα, Od.14.354, Simon.183.7, Hp.Mul.1.69, A.R.4.1298, AP7.427 (Antip. Sid.), cf. πτήσσω; Trag. part. , Ant. 697. (Redupl. from πετ-, which appears in [dialect] Aeol. and [dialect] Dor. [tense] aor. ἔ-πετ-ον (v. supr.), and the poet. form πίτ-νω; cogn. with πέτομαι, q.v.)A Radical sense, fall down, and (when intentional) cast oneself down, πρηνέα πεσεῖν, ὕπτιος πέσεν, Il.6.307, 15.435, etc.;νιφάδες.. π. θαμειαί 12.278
;ὀπίσω πέσεν Od.12.410
; etc.:—Constr., with Preps., in Hom. almost always ἐν.., ἐν κονίῃσι π. fall in the dust, i.e. to rise no more, Il.11.425, cf. 13.205;ἐν αἵματι καὶ κονίῃσι πεπτεῶτας Od.22.384
; π. ἐν ἀγκοίνῃσί τινος fall into his arms, Hes.Fr.142.5; ἐν χθονὶ πεπτηώς Simon.l.c. (cf. πτήσσω)π. ἐν δεμνίοις E.Or.35
, cf. A.Pers. 125 (lyr.) (v. infr. B. 1): rare in Prose,π. ἐν ποταμῷ X.Ages.1.32
: c. dat. only,πεδίῳ πέσε Il.5.82
; δεμνίοις π. E.Or.88 (s. v.l.);π. ἐπὶ χθονί Od.24.535
;οὐδέ οἱ ὕπνος πῖπτεν ἐπὶ βλεφάροις Hes.Fr.188.4
; (lyr.); ;πρὸς ἀγκάλαις Id. Ion 962
;ἀμφὶ σώμασίν τινων A.Ag. 326
: with a Prep. of motion first in Hes.,Πληϊάδες π. ἐς πόντον Op. 620
; [ποταμὸς] εἰς ἅλα Th. 791
;εἰς ἄντλον E.Hec. 1025
(lyr.);ἐπὶ γᾶν π. αἷμα A.Ag. 1019
(lyr.);ἐπὶ στόμα X.Cyn.10.13
;πρὸς οὖδας E.Hec. 405
.2 in Hom. with Advs. of motion as well as of rest, χαμάδις π. Il.7.16, 15.714, etc.; χαμαὶ π. 4.482, cf. 14.418, etc.;π. ἔραζε 12.156
, cf. Od.22.280.3 with Preps. denoting the point from which one falls,ἀπ' ὤμων χαμαὶ πέσε Il.16.803
;ἀπ' οὐρανοῦ A.Fr.44.3
;ἀπό τινος ὄνου Pl. Lg. 701d
;ἐκ χειρῶν π. ἡνία Il.5.583
;π. ἐκ νηός Od.12.417
; .4 Geom., of perpendiculars or parts of applied figures, π. ἐπί τι fall upon, Euc.3.11, Archim.Fluit. 2.8, al., Apollon.Perg.Con.1.2; but π. ἐπί τι, ποτί τι, intersect, meet, Archim.Con.Sph.16, Spir.15; π. διά τινος pass through, Id.Con.Sph. 17;π. κατά τινος Id.Sph.Cyl.1
Def.2;ἐπί τι κατά τινα Apollon.Perg. Con.1.2
.B Special usages:I πίπτειν ἔν τισι fall violently upon, attack,ἐνὶ νήεσσι πέσωμεν Il.13.742
(but ἐν νήεσσι πεσόντες tumbling into the ships, 2.175); ἐν βουσὶ π. S.Aj. 375 (lyr.); Ἔρως, ὃς ἐν κτήμασι π. Id.Ant. 782(lyr.); ἐπ' ἀλλήλοισι, of combatants, Hes.Sc. 379, cf. 375;πρὸς μῆλα καὶ ποίμνας S.Aj. 1061
;πρὸς πύλαις A.Th. 462
.2 throw oneself down, fall down, πρὸς βρέτη θεῶν ib. 185 ;ἀμφὶ σὸν γόνυ E.Hec. 787
; ἐς γόνατα on one's knees, of a wrestler, Simon.156 ;ἐς τὸν ὦμον Ar.Eq. 571
.II fall in battle,πῖπτε δὲ λαός Il.8.67
, etc.; οἱ πεπτωκότες the fallen, X.Cyr.1.4.24 ;νέκυες πίπτοντες Il.10.200
; ;πεσήματα.. πέπτωκε δοριπετῆ νεκρῶν Id.Andr. 653
;π. ὑπὸ Ἀθηναίων Hdt.9.67
;ὡς.. θάμνοι πρόρριζοι πίπτουσι.., ὣς ἄρ' ὑπ' Ἀτρεΐδῃ πῖπτε κάρηνα Τρώων Il.11.157
, cf. 500, etc. ;τὸ Περσῶν ἄνθος οἴχεται πεσόν A.Pers. 252
.2 fall, be ruined, , cf. Pl.Phlb.22 e;πεσεῖν.. πτώματ' οὐκ ἀνασχετά A.Pr. 919
, cf. Pl.La. 181b ; ; ἀβουλίᾳ, ἐξ ἀβουλίας π., Id.El. 429, 398 ;ἀπὸ σμικροῦ κακοῦ Id.Aj. 1078
; of an army,μεγάλα πεσόντα πρήγματα ὑπὸ ἡσσόνων Hdt.7.18
, cf. Th.2.89 ; ; of a city,π. δορί E.Hec. 5
.3 fall, sink, ἄνεμος πέσε the wind fell, Od.19.202 (but in Hes. Op. 547, Βορέαο πεσόντος is used for ἐμπεσόντος, falling on, blowing on one): metaph,πέπτωκεν κομπάσματα A.Th. 794
, cf. S.Ant. 474 : c. dat., ταῖς ἐλπίσι πεσεῖν fail in one's hopes, Plb.1.87.1.III πίπτειν ἔκ τινος fall out of, lose a thing, unintentionally, σοι ἐκ θυμοῦ πεσέειν fall out of, lose thy favour, Il.23.595 ; ἐξ ἐλπίδων π. E.Fr.420.5 ;τοὔμπαλιν π. φρενῶν Id.Hipp. 390
; also of set purpose, ἐξ ἀρκύων π. escape from.., A.Eu. 147 ;ἔξω τῶν κακῶν Ar.Ra. 970
.2 reversely, πολλὴν ἐς κακότητα π. Thgn.42 ;εἰς ἄτην Sol.13.68
;εἰς δουλοσύνην Id.9.4
;ἐς δάκρυα Hdt.6.21
; ; εἰς ἔρον, ἔριν, ὀργήν, φόβον, ἀνάγκας, E.IT 1172, Fr.578.8, Or. 696, Ph.69, Th.3.82 ; also ἐν γυιοπέδαις π. Pi.P.2.41 ;ἐν μέσοις ἀρκυστάτοις S.El. 1476
; (lyr.) ;ἐν σολοικισμῷ Luc.Sol.3
;πρὸς τόλμαν S.Ichn. 11
: c. dat. only,π. δυσπραξίαις Id.Aj. 759
; , etc.; οὐκ ἔχω ποῖ γνώμης πέσω I know not which way to turn, ib. 705.3 εἰς ὕπνον π. fall asleep, Id.Ph. 826 ; butἐν ὕπνῳ Pi.I.4(3).23
; simply ὕπνῳ, A.Eu.68.4 π. εἰς (ἰατρικὴν) χρῆσιν to be applied to (medicinal) use, Dsc.5.19,151,al.5 π. ὑπ' αἴσθησιν to be accessible to perception, Iamb.Comm.Math.8, in Nic.p.7 P.IV πίπτειν μετὰ ποσσὶ γυναικός to fall between her feet, i.e. to be born, Il.19.110.V of the dice, τὰ δεσποτῶν εὖ πεσόντα θήσομαι I shall count my master's lucky throws my own, A.Ag.32; ;ὥσπερ οἱ κύβοι· οὐ ταὔτ' ἀεὶ πίπτουσιν Alex.34
; ὥσπερ ἐν πτώσει κύβων πρὸς τὰ πεπτωκότα τίθεσθαι τὰ πράγματα according to the throws, Pl.R. 604c ; ὄνασθαι πρὸς τὰ νῦν π. E.Hipp. 718; πρὸς τὸ πῖπτον as matters fall out, Id.El. 639 ; of tossing up with oystershells,κἂν μὲν πίπτῃσι τὰ λεύκ' ἐπάνω Pl.Com.153.5
; of lots, ὁ κλῆρος π. τινί or παρά τινα, Pl.R. 619e, 617e;ἐπί τινα Act.Ap.1.26
: Astrol., π. καλῶς ὁ οἰκοδεσπότης Vett. Val.7.15.2 generally, fall, turn out, εὖ πίπτειν to be lucky, E.Or. 603; παρὰ γνώμαν π. Pi.O.12.10; of a battle, καραδοκήσοντα τὴν μάχην τῇ πεσέεται to wait and see how it would fall, Hdt.7.163, cf. 8.130; λόγων κορυφαὶ ἐν ἀλαθείᾳ π. turn out true, Pi.O.7.69; .3 fall to one, i.e. to his lot, esp. of revenues, accrue,τῷ δήμῳ πρόσοδος ἔπιπτε Plb.30.31.7
;φησιν.. ἑξακισχίλια τάλαντα τοῖς Λακεδαιμονίοις πεσεῖν Id.2.62.1
; τὴν πεπτωκότα (sic)μοι οἰκίαν BGU251.12
(ii A. D.);τὰ πίπτοντα διάφορα ἐκ τῶν μυστηρίων IG5(1).1390.45
(Andania, i B. C.);τὸ πεσὸν ἀπὸ τῆς τιμῆς ἀργύριον D.H.20.17
; to be paid,τῶν εἰς Καίσαρα πίπτειν ὀφειλόντων ἐξεταστής Str.17.1.12
;τὰ πεπτωκότα εἰς τὸ.. ἱερόν PEleph.10.2
(iii B. C.);π. ἐπὶ τράπεζαν PCair.Zen.236.7
(iii B. C.), PLond.3.1200.1 (ii B. C.) ;μὴ πιπτόντων τῶν τόκων BMus.Inscr.1032.40
([place name] Teos) ; πέπτωκεν ἁλικῆς διά τινος .. Ostr.Bodl.i3 (iii B. C.) (but τὰ ἀπὸ τῶν προσόδων πίπτοντα deficiencies, IPE12.32B 75 ([place name] Olbia)).VII fall under, belong to a class,εἰς γένη ταῦτα Arist.Metaph. 1005a2
, al.; ἐπὶ τὴν αὐτὴν ἐπιστήμην ib. 982b8 ;ὑπὸ τὴν αὐτὴν μέθοδον Id.Top. 102a37
, cf. 151a15 ;ὑπὸ τέχνην οὐδεμίαν Id.EN 1104a8
; ;τὸ μακάριον ἐνταῦθα πεπτωκέναι Epicur.Ep.1p.28U.
;ὅσα πέπτωκεν ὑπὸ τὴν.. ἱστορίαν Plb.2.14.7
. -
5 αναπετομαι
поэт. ἀμπέτομαι (fut. ἀναπτήσομαι, aor. 2 ἀνεπτόμην)1) взлетать, улетать(πρὸς Ὄλυμπον Arph.; εἰς τὸν οὐρανόν Plat., Aeschin.)
αἰθερία ἀνέπτα Eur. — она вознеслась в эфир2) подпрыгивать, трепетатьπεριχαρές ἀνεπτάμᾱν (дор.) Soph. — я трепещу от восторга;
ἀνέπταν φόβῳ Soph. — я охвачен страхом -
6 προσπετομαι
(fut. προσπτήσομαι, aor. προσέπτην)1) прилетать, подлетать(τινι ὥσπερ μυῖα Xen.; πρός τι Arst.)
2) перен. долетать, доноситьсяτίς ἀχὼ προσέπτα με или μοι ; Aesch. — что за шум донесся до меня?
3) перен. обрушиваться, постигать
См. также в других словарях:
πέτομαι — και πέταμαι, ΝΜΑ (για πτηνά, έντομα, τον νου και τη σκέψη) πετώ νεοελλ. επαίρομαι, κομπάζω, καυχιέμαι (τη δύναμή του επέτετο πολλά τον καυκησάρης», Ερωτόκρ.) αρχ. μσν. φτερουγίζω, γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί αρχ. 1. (για τη φήμη) διαδίδομαι γρήγορα … Dictionary of Greek
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek
πτώση — Το πέσιμο, η προς τα κάτω φορά, το γκρέμισμα, το κατρακύλισμα, η ανατροπή. Στη γλωσσολογία η π. προσδιορίζει γενικά τη λειτουργία ενός ονόματος αναφορικά προς τα άλλα στοιχεία της φράσης, η οποία εκφράζεται με μια ιδιαίτερη κατάληξη, δηλαδή με… … Dictionary of Greek
ίπταμαι — (ΑΜ ἵπταμαι) (μτγν. τ. αντί πέτομαι) ανυψώνομαι στον αέρα, διασχίζω τον αέρα, πετώ νεοελλ. 1. (η μτχ. ενεστ.) ιπτάμενος, η, ο μέλος τού προσωπικού τής πολεμικής ή πολιτικής αεροπορίας το οποίο χρησιμοποιείται κατά την πτήση τών αεροπλάνων, όπως… … Dictionary of Greek
πετεινός — Κοινή ονομασία διάφορων ορνιθόμορφων της οικογένειας των Φασιανιδών. Οποιαδήποτε κι αν είναι η φυλή του, είτε είναι άγριος ή κατοικίδιος, κάθε π. έχει στο κεφάλι του ένα σαρκώδες λειρί, διάφορων σχημάτων, που συνοδεύεται μερικές φορές από ένα… … Dictionary of Greek
προσπέτομαι — και προσπέταμαι Α 1. πετώ προς κάποιον ή προς κάτι 2. (για κακό ή συμφορά) ενσκήπτω («τίς γὰρ ποτ ἀρχὴ τοῡ κακοῡ προσέπτατο», Σοφ.) 3. καταλαμβάνω κάποιον αιφνιδιαστικά («τίς ἀχώ, τίς ὀδμὰ προσέπτα μ ἀφεγγής», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * +… … Dictionary of Greek
πτήσσω — και αιολ. τ. πτάζω Α 1. εμβάλλω φόβο σε κάποιον, φοβίζω κάποιον («πτῆξε δὲ θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. καθιστώ κάτι φοβερό («ζυγὸν πτῆξαι», Παύλ. Σιλ.) 3. (αμτβ.) ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο (α. «πτῆξε δὲ ποικίλα φῡλά τε θηρῶν»,… … Dictionary of Greek
лететь — лечу, укр. летiти, ст. слав. летѣти, лештѫ (Рs. Sin.), болг. летя, сербохорв. лѐтjети, лети̑м, словен. letėti, letim, польск. lесiеc, lесę, в. луж. lecec, н. луж. leses. Итер.: летать, аю, цслав. лѣтати, болг. лятам, сербохорв. лиjѐтати,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
αναπετώ — ( άω) (Α ἀναπετῶμαι και ἀναπέτομαι), (Μ ἀναπετῶ) πετώ προς τα επάνω, φεύγω πετώντας νεοελλ. 1. φεύγω ή χάνομαι γρήγορα, βιαστικά, εξαφανίζομαι 2. εξαντλούμαι γρήγορα, τελειώνω 3. πεθαίνω 4. (για τα μάτια) κάνω νευρικές συσπάσεις 5. παρουσιάζομαι … Dictionary of Greek
διαπέτομαι — (Α) [πέτομαι] 1. πετώ ανάμεσα, διατρέχω πετώντας 2. πετώ μακριά, εξαφανίζομαι 3. (για τη φήμη) πετώ προς όλες τις διευθύνσεις, διαδίδομαι παντού … Dictionary of Greek
επαναπέτομαι — ἐπαναπέτομαι (Α) [πέτομαι] πετώ ψηλά, πετώ προς τα πάνω, ανίπταμαι, ανυψώνομαι … Dictionary of Greek