-
1 προς-κολλητός
προς-κολλητός, angeleimt, Schol. Soph. Trach. 771.
-
2 ἀ-προς-κόλλητος
ἀ-προς-κόλλητος, nicht angeleimt, Eust.
-
3 προςκολλητός
-
4 ἀπροςκόλλητος
-
5 κολλάω
κολλάω, zusammenleimen, -fügen, verbinden; χρυσόν Pind. N. 7, 78, wie σίδηρος κολλώμενος (damascirt?), Plut. Symp. 1, 2, 6; τὴν σάρκα κολλᾷ πρὸς τὴν τῶν ὀστῶν φύσιν Plat. Tim. 82 d; so auch A. – Oft übertr., κεκόλληται γένος πρὸς ἄτᾳ Aesch. Ag. 1547, wie wohl für προςάψαι zu emend. ist; κολλᾷ καὶ συνδεῖ πόϑος πάντα ἤϑη Plat. Legg. VI, 776 a; Plut.; oft im N. T. – S. auch κολλητός.
См. также в других словарях:
ακόλλητος — η, ο (Α ἀκόλλητος, ον) αυτός που δεν έχει συγκολληθεί με κολλητική ουσία «φάκελος ακόλλητος», «λίθοι ακόλλητοι» νεοελλ. ο απίθανος, ο απίστευτος «ακόλλητο ψέμα» αρχ. 1. εκείνος που δεν έχει κολλήσει, δεν έχει συναφθεί «ἀκόλλητον δέρμα σώμασι»… … Dictionary of Greek