-
1 προς-ερίζω
προς-ερίζω, noch dazu, dabei streiten, gegen Einen, τινί, Theocr. 5, 60 u. in Prosa; προςηρίκασιν ἀλλήλοις Arist. H. A. 5, 1; Sp., wie Longin. 4, 2.
-
2 ἐρίζω
ἐρίζω (s. ἔρις), dor. ἐρίσδω, fut. ἐρίσω, ep. auch ἐρίσσω, dor. ἐρίξω, perf. p. auch ἐρήρισται, Hes. fr. Clem. Al. strom. p. 602, – 1) streiten, zanken, meist wie ἐριδαίνω vom Wettstreit, u. übh. von feindseliger Gesinnung, τινί; Il. 1, 6, ἀντιβίην τινί, offenbar mit Jem. streiten, 1, 277; περί τινος, über Etwas, 12, 423; ἀντία τινί, Pind. P. 4, 285; τινί, N. 8, 22; auch πρὸς ϑεόν, P. 2, 88; τὸ γὰρ δίκαιον οὐκ ἔχει λόγον δυοῖν ἐρίζειν Soph. El. 459, das Gerechte darf nicht Streit erregen; ἐρίζουσιν οἱ διάφοροί τε καὶ οἱ ἐχϑροὶ ἀλλήλοις Plat-Prot. 337 b, wo ein Unterschied zwischen ἐρίζειν u. ἀμφιςβητεῖν gemacht wird; περί τινος, Conv. 173 e; οὐκ ἐρίζειν, ἀλλὰ διαλέγεσϑαι Rep. V, 454 a; πρὸς ϑεούς III, 395 d; πόλις πόλει Thuc. 5, 79; Folgde; τινὶ γνώμῃ Lys. 3, 42; πρός τινα περί τινος, Plut. Timol. 14. – 2) bes. wettstreiten, wetteifern, τινί, mit Einem, Il. 6, 131, Ἀφροδίτῃ κάλλος, mit der Aphrodite an Schönheit, in Betreff der Schönheit, 9, 389; Od. 5, 213; auch περὶ μύϑων, περὶ τόξων, Il. 15, 284 Od. 8, 225; auch ποσί; δρηστοσύνῃ, mit den Füßen, d. i. im Laufe mit Jem. wetteifern, Il. 13, 325 Od. 15, 321; auch c. int., ἐρίζετον ἀλλήλοιϊν χερσὶ μαχέσσασϑαι 18, 38; vgl. Phalaec. Ath. X, 440 e; absolut, Νέστωρ οἶος ἔριζε, Nestor allein wetteiferte, that es gleich, nahm es auf, Il. 2, 555; νόον γε μὲν οὔτις ἔριζε Hes. Sc. 5. – Auch in Prosa, τινί, Her. 4, 152; ἐρίζοντες αἱροῦσι τὸ χωρίον, wetteifernd nehmen sie den Platz ein, Xen. An. 4, 7, 12; περί τινος, 1, 2, 8 u. Sp.; ἠρικέναι, Pol. 3, 91, 7; ἔριν πρός τινα, Theocr. 5, 23, vgl. 136. – 3) das med. in der Bdtg des act., wettkämpfen, ᾡ οὔτις τοι ἐρίζεται ἐνϑάδε ἀνήρ Il. 5, 172; Od. 4, 80; ἐρίζετο βουλὰς Κρονίωνι, er wetteiferte an Klugheit mit dem Zeus, Hes. Th. 534; ἵνα ταχυτὰς π οδῶν ἐρίζεται Pind. Ol. 1, 95; τινί, I. 3, 47. Vgl. ἐριδαίνω.
-
3 προςερίζω
προς-ερίζω, noch dazu, dabei streiten, gegen einen
См. также в других словарях:
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
Ζευς — Η κορυφαία θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεον. Βλ. λ. Δίας. (Αστρον.) Πλανήτης του ηλιακού συστήματος. Βλ. λ. Δίας (Αστρον.). * * * και Δίας, ο (AM Ζεύς, Διός) 1. (στην αρχαία Ελλάδα) βασιλιάς και πατέρας θεών και ανθρώπων, θεός τού ουρανού και… … Dictionary of Greek
έριδα — Βλ. λ. Έρις. * * * η (AM ἔρις, Μ και ἔριτα) 1. φιλονεικία, διένεξη, μάλωμα 2. λογομαχία, διαφωνία 3. διχόνοια μσν. 1. συναγωνισμός 2. φρ. «στέκω εἰς ἔριταν» φιλονικώ αρχ. 1. ένοπλη ρήξη («ἔριν αἱματόεσσαν», Αισχύλ.) 2. άμιλλα, ανταγωνισμός, ζήλος … Dictionary of Greek
εριδμαίνω — ἐριδμαίνω (Α) 1. ερεθίζω («σφήκεσσιν... οὓς παῑδες ἐριδμαίνουσιν», Ομ. Ιλ.) 2. φιλονεικώ, ερίζω, εριδαίνω 3. κινώ σε φιλονεικία 4. (με δοτ.) συναγωνίζομαι, αμιλλώμαι φιλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερις (θ. εριδ ), αναλογικά προς τα ρήματα σε μαίνω (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ζυγομαχώ — ζυγομαχῶ, έω (Α) 1. (για άλογα) παλεύω, αγωνίζομαι προς τον ομόζυγό μου 2. γεν. φιλονικώ, ερίζω, αγωνίζομαι υπέρ ή εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + μαχώ (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. μονο μαχώ, ναυ μαχώ] … Dictionary of Greek
μάρναμαι — (Α) (αποθ. και μόνο σε ενεστ. και παρατ.) 1. μάχομαι, πολεμώ εναντίον κάποιου ή για κάποιον ή ως σύμμαχος κάποιου 2. αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις για κάτι («ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον», Πίνδ.) 3. μτφ. φιλονικώ, καβγαδίζω, ερίζω,… … Dictionary of Greek
σκυδμαίνω — Α οργίζομαι εναντίον κάποιου, σκύζομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σκύζομαι* (< *σκυδ jομαι), κατ αναλογία προς τα ερίζω: εριδμαίνω* (πρβλ. και το ανθρωπωνύμιο Σκύδ ρος)] … Dictionary of Greek
στασιάζω — ΝΜΑ [στάσις] (αμτβ.) εξεγείρομαι, επαναστατώ μσν. αρχ. 1. ερίζω, φιλονικώ («ὃς βασιλεύσας πρῶτα τοῑσι ἑωυτοῡ ἀδελφεοῑσι ἐστασίασε», Ηρόδ.) 2. (για πολιτείες ή για οργανισμούς σαν την Εκκλησία) διχογνωμώ, συγκλονίζομαι από φατριαστικές έριδες… … Dictionary of Greek