-
1 προς-επ-ονομάζω
προς-επ-ονομάζω, noch dazu einen Beinamen geben, Sp.
-
2 προς-ονομάζω
προς-ονομάζω, benennen; Plut. Thes. 36; D. L. 2, 85. 3, 50. 7, 135. 147.
-
3 προςεπονομάζω
-
4 προςονομάζω
-
5 величать
ρ.δ.μ.1. ονομάζω, αποκαλώ, προσαγορεύω μέγαν, μεγάλον ή με τιμητική προσηγορία•его -ли Гомером и Вергилием τον αποκαλούσαν Όμηρο και Βιργίλιο.
2. τραγουδώ προς τιμήν κάποιου.3. εκκλσ. παλ. δοξολογώ, υμνώ.1. ονομάζομαι, αποκαλούμαι μέγας ή με τιμητική ονομασία.2. δοξολογούμαι, υμνούμαι.3. (απλ.) καλούμαι, φωνάζομαι με το πατρώνυμο.4.•περηφανεύομαι, καυχιέμαι, επαίρομαι. -
6 φθέγγομαι
Aφθέγξομαι Il.21.341
: [tense] aor. ἐφθεγξάμην, [dialect] Ep. and poet.φθεγξάμην 18.218
, Pi.O.6.14: [tense] pf. ἔφθεγμαι, [ per.] 2sg. , [ per.] 3sg. [full] ἔφθεγκται (trans.) Arist.APo. 77a2, ([voice] Pass.) Id.Cael. 279a23: — utter a sound or voice, esp. speak loud and clear, freq. in Hom.,φθεγξάμενος παρὰ νηός Il.11.603
, cf. 10.67, al., Pl. R. 336b (properly of all animals that have lungs, Arist.HA 535a30):I of the human voice,ἀνθρωπηΐῃ φωνῇ φ. Hdt.2.57
;ἀπὸ γλώσσας Pi.
l.c.;διὰ τοῦ στόματος Pl.Sph. 238b
; [ψυχῆς] φθεγξαμένης ἀΐων Xenoph.7.5
;φθεγξαμένου τευ ἢ αὐδήσαντος Od.9.497
; with a part. expressing the kind of cry,φθέγξομ' ἐγὼν ἰάχουσα Il. 21.341
;τοὶ δ' ἐφθέγγοντο καλεῦντες Od.10.229
, cf. 12.249; soσφοδρῷ τῷ πνεύματι φ. Archyt.1
;φ. μετὰ βοῆς Pl.Lg. 791e
, etc.;μέγιστον ἁπάντων D.19.206
; καλὸν καὶ μέγα ib.216, cf. 337;ἐλεύθερον καὶ μέγα Pl.Grg. 485e
; also of weak, small voice,φθεγξάμενος ὀλίγῃ ὀπί Od.14.492
;τυτθὸν φθεγξαμένη Il.24.170
; of the battle-cry, X.An. 1.8.18; of the recitative of the chorus, Id.Oec.8.3;οὐκέτι πόρρω διθυράμβων φ. Pl.Phdr. 238d
; οὐδ' ἂν φθέγξασθαι δυνηθείη would not be able to utter a syllable, Isoc.15.192, cf. Pl.R. 368c; opp. silence, X.Mem.4.2.6; εἶτα σὺ φθέγγει .. ; open your mouth.. ? D.18.283; of children just born, Arist.HA 587a27:—Constr.:—c. acc. cogn., utter,ἔπος Hdt.5.106
;ἀγέλαστα Heraclit.92
;ὀδυρμοὺς καὶ γόους ἀνωφελεῖς A.Pr.34
; (lyr.); ἀράς, λόγους, βλασφημίαν, E.Ph. 475, Med. 1307, Ion 1189;ῥῆμα μοχθηρόν SIG1175.19
(Piraeus, Tab. Defix., iv/iii B. C.); ;ὑπέρογκα ματαιότητος φ. 2 Ep.Pet.2.18
: the pers. addressed added with a Prep.,φ. εἰς ἡμᾶς E.Ph.
l.c.; ; later τισί, Plu.Crass.27;φ. τι περί τινος Isoc.10.13
; τὸ φθεγγόμενον, abs., that which uttered the sound, Hdt.8.65.2 of animals, as a horse, neigh, whinny, Id.3.84,85; of an eagle, scream, X.An.6.1.23; of a raven, croak, Thphr.Sign.16; of a fawn, cry, Theoc.13.62; of birds, opp. ἄφωνοί εἰσι, Arist.HA 618a5; ἐν τῷ θέρει ᾄδει [κόττυφος], τοῦ χειμῶνος.. φ. θορυβῶδες ib. 632b17; of worms,φ. οἷον τριγμόν Thphr. CP5.10.5
; of certain fish, Arist.Fr. 300, Opp.H.1.135.3 of inanimate things, of a door, creak, Ar.Pl. 1099; of thunder, X.Cyr. 7.1.3; of trumpets, Id.An.4.2.7, 5.2.14; of the flute, Id.Smp.6.3, Thgn.532; of the lyre,φόρμιγξ φ. ἱρὸν μέλος Id.761
, cf. Arist. Metaph. 1019b15; of an earthen pot, εἴτε ὑγιὲς εἴτε σαθρὸν φ. whether it rings sound or cracked, Pl.Tht. 179d; φ. παλάμῃσι to clap with the hands, Nonn.D.5.106, cf. AP9.505.17 (dub.).II = ὀνομάζω, to name, call by name, Pl.R. 527a, Phlb. 25c, 34a; τῷ πλέγματι τούτῳ τὸ ὄνομα ἐφθεγξάμεθα λόγον gave it the name of λόγος, Id.Sph. 262d; φ. εἴδωλον ἐπὶ πᾶσιν ὡς ἓν ὄν ib. 240a; φ. γιγνόμενα speak of things as coming into existence, Id.Tht. 157b; καὶ τὸν κύλλαστιν φθέγγου use the word κ., Ar.Fr. 257; also τῇ δυνάμει ταὐτὸν φ. have the same meaning, Pl.Cra. 394c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φθέγγομαι
См. также в других словарях:
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek
Αισχύλος — I (Ελευσίνα 525 – Γέλα Σικελίας 456 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν πολλές ασφαλείς πληροφορίες. Οι σύγχρονοι του Α. και του Πινδάρου ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για τα έργα παρά για τους συγγραφείς. Και αργότερα, όμως, οι … Dictionary of Greek
καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… … Dictionary of Greek
κράζω — (AM κράζω) 1. (για τον κόρακα ή για άλλα πτηνά) κρώζω (α. «κράξανε τα κοκόρια» β. «κράζει τε γὰρ και αἷμα,... ἀφίησιν ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν ὀχεύων», Αριστοτ.) 2. βγάζω δυνατή φωνή, κραυγάζω («ἔκραζεν ὠδίνουσα», ΚΔ) νεοελλ. επιπλήττω ή αποδοκιμάζω… … Dictionary of Greek
επιθέτω — και μέσ. επιτίθεμαι (AM ἐπιτίθημι και μέσ. ἐπιτίθεμαι) 1. τοποθετώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο, εφαρμόζω 2. βάζω κάτι στην κορυφή 3. μέσ. επιτίθεμαι εφορμώ, κάνω επίθεση εναντίον κάποιου νεοελλ. μέσ. αντιτίθεμαι, ελέγχω με σφοδρότητα κάποιον… … Dictionary of Greek
θέτω — (Μ θέτω) 1. τοποθετώ 2. προτείνω, υποβάλλω («θέτω όρους») 3. βάζω κάποιον να ξαπλώσει, τόν βάζω στο κρεβάτι νεοελλ. 1. παραδέχομαι, θεωρώ («τό θέτω ως ζήτημα αρχής») 2. ιδρύω, καθιερώνω («θέτω βραβείο») 3. φρ. α) «θέτω σε ενέργεια» αρχίζω να… … Dictionary of Greek
λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… … Dictionary of Greek
αυδή — αὐδή, η (Α) 1. ομιλία, ανθρώπινη φωνή 2. (για το τόξο, τη σάλπιγγα, τον τζίτζικα) ήχος, τριγμός, κλαγγή 3. φήμη, διάδοση 4. άσμα, ωδή 5. φωνή του θεού, χρησμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αυδή (βασική σημασία «ανθρώπινη φωνή»), που μαρτυρείται ήδη από τον… … Dictionary of Greek
λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… … Dictionary of Greek
ποτονομάζω — Α (δωρ. τ.) προσονομάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ «προς» (βλ. ποτί) + ὀνομάζω] … Dictionary of Greek