-
1 προσεσπάσθη
πρός, εἰσ-πάσσωsprinkle: aor ind pass 3rd sg (homeric ionic)πρόσ-σπάωdrawnthrough: aor ind pass 3rd sg -
2 συνεπισπάω
II mostly in [voice] Med., draw on along with one, esp. to ruin,τοὺς φίλους Pl.R. 451a
, cf. D.19.224, IPE12.352.23 (Chersonesus, ii B.C.); of things, involve, bring on,κακά Phld.Ir.p.23W.
, cf. p.77W.; also without any bad sense, Pl. Ti. 44a, X.Cyr.2.2.24: literally, of the magnet,σ. τὸν σίδηρον Epicur. Fr. 293
; of ligaments,ἑαυτοῖς σ. τοὺς σπονδύλους Gal.18(1).506
.2 draw on along with one, i.e. to one's own views,τινὰ πρὸς τὸ συμφῆσαι Pl.Sph. 236d
;πρὸς τὴν αὑτῶν γνώμην Plb.30.6.7
:—[voice] Pass., Epicur. Nat.121G.3 σ. τὸν ἀέρα inhale at the same time, Arist.Pr. 906a6 [suff] συνεπι-σπεύδω, join in forcing onward,τὰς ἁμάξας X.An.1.5.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεπισπάω
-
3 διασπάω
A- σπάσω Hdt.7.236
: [tense] aor. -έσπᾰσα, [voice] Med. , Ba. 339, Plu.Caes.68: [tense] pf. - έσπᾰκα Sch.Th.Oxy.853i15:—[voice] Pass., [tense] aor. - εσπάσθην: [tense] pf. - έσπασμαι (v. infr.):—tear asunder,τοὺς ἄνδρας κρεοργηδὸν δ. Hdt.3.13
, cf. E. and Ar. ll. cc., etc.;ἐμὲ καὶ τὸν ἄνδρα δ. X.Cyr.6.1.45
; δ. τὸ σταύρωμα to break through or tear down the palisade, Id.HG4.4.10; δ. τὴν γέφυραν, τὸ ἔδαφος, Plb.6.55.1, Plu. Cam.5; break up, SIG364.10 (Ephesus, iii B. C.): metaph.,διασπᾶν τὴν σύμπνοιαν τοῦ παντός Iamb.Protr.21
.λ:—[voice] Pass.,διέσπασται μελέων φύσις Emp.63
;τὸ Ἀττικὸν [ἔθνος].. διεσπασμένον ὑπὸ Πεισιστράτου Hdt.1.59
;μόνον οὐ διεσπάσθην D.5.5
; δ. ἀπὸ τῶν φίλων to be torn away from.., Arist.Rh. 1386a10.2 in military sense, separate part of an army from the rest, X.Cyr.5.4.19; of army and fleet, Hdt.7.236; δ. τὰς φάλαγγας break them up, Arist.Pol. 1303b13: —[voice] Pass., στράτευμα διεσπασμένον an army scattered and in disorder, Th.6.98, cf. 7.44; of a fleet, Id.8.104; to be widely scattered,X.
An.1.5.9.3 metaph., pull different ways, πόλεις distract states, Pl.Lg. 875a;τὰς πολιτείας D.4.48
;τοὺς νόμους X.Cyr.8.5.25
; διέσπακε τὴν ἱστορίαν has broken the continuity of the narrative, Sch.Th. l. c.:—[voice] Pass., διασπώμενος distracted,πρὸς τοσαύτας ὑπηρεσίας Luc.DDeor.24.1
;ὑπὸ τῶν λόγων Id.Icar.23
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διασπάω
-
4 παρασπάω
A draw forcibly aside, wrest aside, Id.El. 732 ; τὸ παρασπώμενον, = παρασπάς, Thphr.HP2.1.3 : metaph.,τινὰ πρὸς βίαν π. γνώμης S.OC
l.c. ; ἀδίκους φρένας παρασπᾷς, i.e. ὥστε εἶναι ἀδίκους (cf. ἀδάκρυτος) Id.Ant. 792 (lyr.) ;κρίσιν Phld.Rh.1.174
S.:—[voice] Med., παρασπᾶσθαί τινά τινος detach him from another's side to one's own, X.HG 4.8.33, cf. D.1.3 ; π. λόγου detract from an argument, Pl.Sph. 241c ;μαντικῆς ἴχνος παρεσπάσατο Iamb.Myst.3.27
:—[voice] Pass., παρεσπασμένος pulled away, of a circle viewed obliquely, Euc.Opt.36.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρασπάω
-
5 ἀνασπάω
A draw, pull up,σπυρίδα Hdt.5.16
, cf. 4.154;βύβλον ἐκ τῶν ἑλέων Id.2.92
:—[voice] Pass., BGU1041.8 (iii A.D.).2 draw, suck up greedily,ὅταν αἷμ' ἀνασπάσῃ κόνις A.Eu. 647
;ἀ. ὑγρόν Hp.VM22
; ἀ. ποτόν, τροφήν, Arist.HA 495a26, PA 661a19; ὕδωρ ἀ. draw water, Th.4.97.4 tear up, pull down,τὰ ἀγάλματα ἐκ τῶν βάθρων Hdt.5.86
;τὴν σκηνήν Id.7.119
;τὸ σταύρωμα Th.6.100
; , cf. Ba. 949; ,al.;τὰς σανιδας τῆς γεφύρας Plb.2.5.5
;πυλίδας Id.5.39.4
, etc.5 metaph., ἀνασπᾶν λόγους, in S.Aj. 302, draw forth words, utter wild, incoherent words; :—the phrase may be expl. from Pl.Tht. 180a ([etym.] ὥσπερ ἐκ φαρέτρας ῥηματίσκια.. ἀνασπῶντες ) and Men.429 ([etym.] πόθεν.. τούτους ἀνεσπάκασιν οὗτοι τοὺς λόγους;); soἀ. γνωμίδιον Ar.Fr. 49D.
6 τὰς ὀφρῦς ἀνασπᾶν pucker the eyebrows, and so put on a grave important air, , cf. Alex.16, D.19.314; ;μέχρι νεφέων τὴν ὀφρὺν ἀ. Philem.174
, cf. X.Smp. 3.10;οἱ τὰς ὀφρῦς ἀνεσπασμένοι πρὸς τὸν κρόταφον Arist.Phgn. 812b27
.II retract,ὁ στόμαχος αὐτὸς ἑαυτὸν ἀ. Hp.Superf.22
, Steril. 217.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνασπάω
См. также в других словарях:
σπάω — σπῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. βλ. σπάζω μσν. αρχ. 1. ανασπώ, βγάζω από τη θήκη (α. «ξίφος σπάσαντα», Ευρ. β. «φάσγανον σπάσας χερί», Ευρ.) 2. προκαλώ συστροφή ή σπασμό αρχ. 1. τραβώ προς το μέρος μου και αποσπώ, κόβω («σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε», Ομ. Οδ … Dictionary of Greek
προσεσπάσθη — πρός , εἰσ πάσσω sprinkle aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) πρόσ σπάω drawnthrough aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
ρηγνύω — ῥηγνύω ΝΜΑ, και ῥήγνυμι ΜΑ 1. χαλώ τη συνοχή ενός σώματος, σχίζω, σπάζω, κομματιάζω, τέμνω (α. «ῥήξειν τὰ δεσμά», Λουκιαν. β. «πέπλους ῥήγνυσιν», Αισχύλ. γ. «γῆς ἀρότρους ῥήξας δάπεδον», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «ρηγνύω κραυγή» βγάζω δυνατή φωνή,… … Dictionary of Greek
κρούω — (AM κρούω) 1. χτυπώ, πλήττω (α. «κρούσας δέ πλευρά», Ευρ. β. «κρούειν δὲ τοῑς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ ἧς βεβηκότες ἧσαν», Αρρ.) 2. πλήττω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή, γενικά, παίζω μουσικό όργανο («ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ», Πλάτ.) νεοελλ … Dictionary of Greek
προρρήγνυμαι — Α [ῥήγνυμι] σπάω από πριν ή σπάω προς τα εμπρός … Dictionary of Greek
εισκλώ — εἰσκλῶ ( άω) (Α) σπάω προς τα μέσα … Dictionary of Greek
μέσακτος — (I) μέσακτος και μεσάκτιος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακτών, στη μέση τής θάλασσας, ο μεσοπέλαγος («τὰς ἀγχιάλους ἐκράτυνε μεσάκτους», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ἀκτή]. (II) μέσακτος, ον (Α) ο σπασμένος στη μέση («μέσακτα… … Dictionary of Greek
προσεκτραχηλίζω — Α 1. ρίχνω κάποιον ή κάτι από τον τράχηλο προς τα εμπρός επιπροσθέτως 2. καταρρίπτω, κατακρημνίζω επιπροσθέτως 3. παθ. προσεκτραχηλιζομαι μτφ. εκτραχηλίζομαι ακόμη πιο πολύ, αποχαλινώνομαι περισσότερο («εἰς πάθος προσεκτραχηλίζεσθαι», Σέξτ. Εμπ.) … Dictionary of Greek
προσερεύγομαι — Α 1. ρεύομαι προς την κατεύθυνση κάποιου 2. (για κύμα) σπάω θορυβωδώς με αφρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐρεύγομαι «ρέβομαι»] … Dictionary of Greek