Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

προς-απ-όλλῡμι

  • 1 ἀπώλεια

    ἀπώλεια, ας, ἡ (s. ἀπόλλυμι; Demades [IV B.C.]: Or. Att. II 52 p. 313 in the sense ‘loss’; later writers; ins, pap, oft. LXX, pseudepigr., Philo, Jos., Ar., Just.; Mel., P.).
    the destruction that one causes, destruction, waste trans. (Aristot., EN 4, 1, 1120a 2; Polyb. 6, 11a, 10 opp. τήρησις; PTebt 276, 34) εἰς τί ἡ ἀ. αὕτη τ. μύρου; why this waste of ointment? Mk 14:4; cp. Mt 26:8.
    the destruction that one experiences, annihilation both complete and in process, ruin intr. (so usu. LXX; EpArist 167; Philo, Aet. M. 20; 74; Jos., Ant. 15, 62, Vi. 272; TestDan 4:5; Ar. 13, 8; Just., D. 56, 5; Mel.; but also in Aristot., Prob. 29, 14, 952b 26; Polyb., Plut., Epict. et al. [Nägeli 35]; Diod S 15, 48, 1 with φθορά; Herm. Wr. 12, 16; PGM 4, 1247f παραδίδωμι σε εἰς τὸ μέλαν χάος ἐν τ. ἀπωλείαις) Ac 25:16 v.l.; AcPl Ha 4, 16. (w. ὄλεθρον) βυθίζειν εἰς ὄ. καὶ ἀ. plunge into utter destruction 1 Ti 6:9; πρὸς τ. ἰδίαν αὐτῶν ἀ. to their own ruin 2 Pt 3:16; (w. πλάνη) 2 Cl 1:7 (Ar. 13:8). Esp. of eternal destruction as punishment for the wicked: Mt 7:13; εἰς ἀ. ὑπάγειν go to destr. Rv 17:8, 11. (Opp. περιποίησις ψυχῆς) Hb 10:39. (Opp. σωτηρία) Phil 1:28. ἡμέρα κρίσεως καὶ ἀπωλείας (Job 21:30) τ. ἀσεβῶν ἀνθρώπων day of judgment and (consequent) destruction of wicked men 2 Pt 3:7. Hence the end of the wicked is described as ἀ.: τὸ ἀργύριόν σου σὺν σοὶ εἴη εἰς ἀπώλειαν to hell with you and your money (Phillips) Ac 8:20 (for the phrasing cp. Da 2:5 and 3:96 Theod.); ὧν τὸ τέλος ἀ. Phil 3:19. σκεύη ὀργῆς, κατηρτισμένα εἰς ἀ. objects of (God’s) anger, ready for destruction Ro 9:22 (Is 54:16). It will come quickly 2 Pt 2:1; is not sleeping vs. 3 (on the topic cp. Od. 2, 281–84). Appears as a consequence of death (cp. Job 28, 22): ὁ θάνατος ἀ. ἔχει αἰώνιον Hs 6, 2, 4; God laughs at it 1 Cl 57:4 (Pr 1:26). Those destined to destruction are υἱοὶ τῆς ἀ. J 17:12; ApcPt 1:2. The Lawless One is also υἱὸς τῆς ἀ. 2 Th 2:3. αἱρέσεις ἀπωλείας heresies that lead to destr. 2 Pt 2:1; δόγματα τῆς ἀ. ApcPt 1:1.—DELG s.v. ὄλλυμι. M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἀπώλεια

См. также в других словарях:

  • εριώλη — ἐριώλη και ἐριωλή, ἡ (Α) 1. ανεμοστρόβιλος, θύελλα, καταιγίδα 2. (στον Αριστοφ.) α) χαρακτηρισμός που αποδίδεται μεταφορικά στον βίαιο δημαγωγό Κλέωνα β) λογοπαικτικά προς τις λέξεις «ἔριον» και «ὄλλυμι» («αὕτη γέ τοι ἐρίων τάλαντον καταπέπωκε… …   Dictionary of Greek

  • ούλος — (I) η, ο (Α επικ και ιων. τ. οὖλος, η, ον) βλ. όλος νεοελλ. φρ. «είναι με τα ούλα του» δεν τού λείπει τίποτε, είναι τέλειος. (II) η, ο (ΑΜ οὖλος, η, ον) (για τρίχες) σγουρός, κατσαρός («οἱ ἐκ τῆς Λιβύης οὐλότατον τρίχωμα έχουσι πάντων ἀνθρώπων»,… …   Dictionary of Greek

  • πρόχνυ — Α επίρρ. 1. ολοσχερώς, εξ ολοκλήρου («ὡς ὤφελλ Ἑλένης ἀπὸ φῡλον ὀλέσθαι πρόχνυ», Ομ. Οδ.) 2. γονατιστά, με τα γόνατα («πρόχνυ καθεζομένη», Ομ. Ιλ.) 3. πάρα πολύ («στύπος ἀμπέλου... πρόχνυ γεράνδρυον», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πρόχνυ είναι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»