-
1 ευφυης
21) разросшийся(κλάδος Eur.)
2) высокий(πτελέη Hom.)
3) хорошо развитой, мощный(μηροί Hom.)
4) цветущий, полный или красивый(πρόσωπον Eur.)
5) стройный, изящный(χορείας βάσις Arph.)
6) (тж. τῇ φύσει εὐ. Arst.) одаренный от природы хорошими качествами, хорошей породы(ἵπποι Xen.; κύνες Arst.)
7) одаренный, способный, даровитый(ποιητής Plut.; πρός τι Plat., Isocr., Plut., εἴς τι Plat. и ποιεῖν τι Aeschin.)
οἱ ευφυεῖς τὰ σώματα καὴ τὰς ψυχάς Plat. — одаренные в физическом и духовном отношениях8) благоприятный, удобный, пригодный(καιρὸς εὐ. πρός τι Arst., Polyb.; τόπος εὐ. παρατάξαι φάλαγγα Plut.)
-
2 αφυης
21) лишенный дарований, неспособный, непригодный(πρός τι Plat., Plut. и εἴς τι Anth.)
οὐκ ἀ. Xen., Plat., Plut. — даровитый, одаренный2) тупоумный, глупый Isocr., Arst., Anth.3) негодный, неподходящий, неудобный(λόφος ταῖς δυνάμεσιν ἀ. Polyb.)
4) маленький(ἰχθύς Luc.)
5) простодушный, бесхитростный Soph.
См. также в других словарях:
ευφυής — ές (ΑΜ εὐφυής, ές) αυτός που έχει οξεία αντίληψη, μεγάλη πνευματική ικανότητα, εύστροφος, έξυπνος («η σκέψη του ήταν ευφυέστατη») μσν. ταιριαστός αρχ. 1. αυτός που έχει καλή διάπλαση, καλοφτιαγμένος, καλοσχηματισμένος («πόδας εὐφυεῑς», Αριστοτ.)… … Dictionary of Greek
φύω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. φυίω Α 1. (μτβ.) συντελώ στο να φυτρώσει κάτι, εκφύω 2. μέσ. φύομαι (κυρίως για φυτά και δέντρα) φυτρώνω, εκφύομαι αρχ. 1. (αμτθ.) α) (για φυτά και δέντρα) εκφύω βλαστούς, βλαστάνω («δρύες... αἵτε φύοντι παρ ὄχθαισιν ποταμοῑο»,… … Dictionary of Greek