Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

προς+την+ανατολή

  • 1 ἀνατολή

    ἀνατολή, ῆς, ἡ (s. ἀνατέλλω; poetic form ἀντ-, some mss. Pre-Socratics, Hdt.; ins, pap, LXX, En, TestSol 9:7 P; TestAbr A 11 p. 88, 28 [Stone p. 24]; TestJob, Test12Patr, JosAs; ApcEsdr 5:12 p. 30, 22 Tdf.; ApcMos, Philo, Joseph.; Mel., HE 4, 26, 14 [Fgm. 8b 43 = Goodsp., Apol. p. 309]).
    upward movement of celestial bodies, rising, of stars (Aeschyl. et al.; PHib 27, 45 πρὸς τ. δύσεις καὶ ἀνατολὰς τ. ἄστρων; PTebt 276, 38; Neugebauer-Hoesen index; PGM 13, 1027; 1037; Philo, Spec. Leg. 3, 187) ἐν τῇ ἀνατολῇ at its rising, when it rose Mt 2:2, because of the sg. and the article in contrast to ἀπὸ ἀνατολῶν, vs. 1, prob. not a geograph. expr. like the latter, but rather astronomical (B-D-R §235, 5; cp. B-D-F); likew. vs. 9; GJs 21:1, 3 (cp. Petosiris, Fgm. 6, ln. 31 of the moon ἅμα τῇ ἀνατολῇ=simultaneously with its rising; 12, ln. 133 ἐν τῇ τοῦ ἄστρου ἀνατολῇ; FBoll, ZNW 18, 1918, 44f; a distinction is also made by PGM 36, 239 ἐξ ἀνατολῆς τ. χωρίου πλησίον ἀνατολῶν ἡλίου. Cp. EHodous, CBQ 6, ’44, 81f [‘near the horizon’], and L-S-J-M s.v. 2).
    the position of the rising sun, east, orient (Hdt. et al.; LXX).
    sg. ἀπὸ ἀ. ἡλίου (cp. Aeschyl., Pr. 707 ἐνθένδʼ ἡλίου πρὸς ἀντολάς) from the east Rv 7:2; 16:12 (Just., D. 28, 5 [Mal 1:11 ἀνατολῶν]); simply ἀπὸ ἀ. (SIG 1112, 25) 21:13; (opp. δύσις; cp. Appian, Mithrid. 68 §288 ἀπό τε δύσεως καὶ ἐξ ἀνατολῆς; OGI 199, 32; Jos., Bell. 6, 301) short ending of Mk; πρὸς τὴν ἀ. toward the east (Jos., Ant. 1, 37, C. Ap. 1, 77) Hv 1, 4, 1; 3 (cp. Mel., HE 4, 26, 14). Gener. of the orient (opp. δύσις) 1 Cl 5:6; IRo 2:2.
    pl. (Hdt. et al.; Diod S 5, 42, 3; Jos., C. Ap. 1, 65; B-D-F §141, 2; Rob. 408) 1 Cl 10:4 (Gen 13:14). ἀπὸ ἀνατολῶν from the east (pap, s. Preis.; Gk. Parchments fr. Avroman IIa, 8: JHS 35, 1915, p. 30 ἀπὸ τ. ἀνατολῶν; Num 23:7) μάγοι ἀπὸ ἀ. Mt 2:1. ἐξέρχεσθαι ἀπὸ ἀ. come from the east (of lightning) Mt 24:27. ἀπὸ ἀ. καὶ δυσμῶν (this contrast Apollon. Rhod. 1, 85; Epict. 3, 13, 9; Sb 385, 2; Mal 1:11; Zech 8:7; Is 59:19; Philo, In Flacc. 45) from east and west=fr. the whole world Mt 8:11. The four points of the compass (Ps 106:3) Lk 13:29 (cp. En 18:6f εἰς ἀ. … πρὸς ἀ. Mel., P. 47, 335 κατὰ ἀνατολὰς ἐν Ἐδέμ to the east, in Eden [on Gen. 2:8]).
    [b] a change from darkness to light in the early morning, the dawn, fig., of the coming of the Messiah (cp. Damasc., Vi. Isidori 244 φέρειν τ. θείαν ἀνατολήν [s. ἀνατέλλω 2]; of Augustus: Kaibel 978, 4 ὸ̔ς (ς)ωτ[ὴ]ρ Ζεὺ[ς ἀ]ν[έ]τ[ειλε] μέγας; [s. ἀνατέλλω 2]; Mel. Fgm. 8b, 45 περὶ λουτροῦ 4, Perler p. 232 = Goodsp., Apol. p. 311: ἥλιος ἀνατολῆς) ἀ. ἐξ ὕψους the dawn from heaven Lk 1:78, interpr. by AJacoby, ZNW 20, 1921, 205ff as sprout or scion of God, and sim. by Billerb. II, 1924, 113 as Messiah of Yahweh.—FDölger, Sol Salutis2, 1925, 149ff.—B. 871. DDD s.v.‘Helel’ (הילל). DELG s.v. τέλλω. M-M. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἀνατολή

  • 2 χειμερινός

    A of or in winter, opp.

    θερινός, χ. τροπαί Democr.14

    ,etc.;

    χ. μῆνες Th.6.21

    ;

    πρὸς ἥλιον τὸν χ. Hdt.1.193

    , cf. X.Mem.3.8.9;

    χ. ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου καὶ δυσμαὶ αἱ χ. Hp.

    Aër.3, cf. Arist.Mete. 364b3;

    ὄμβροι Plb. 9.43.5

    ;

    συσσίτια χ. Pl.Criti. 112b

    ; δεξαμεναί ib. 117b;

    πυρετός Hp. Acut.

    (Sp.) 24;

    νόσοι Gal.17(1).734

    ;

    ἀργυρώματα Ath.6.230d

    ;

    μάχη D.18.216

    ; [τινὰ τῶν ζῴων] ἀποβάλλει τὰς χ. τρίχας their winter coat, Arist.Pr. 893a5; χ. ὄνειρος a winter night's dream. Luc.Somn. 17; also τὴν χ. (sc. ὥρην ) the winter season, Hdt.1.202, cf. Thphr.CP 4.8.1, D.S.1.11; τὰν χ. (sc. ἑξάμηνον)

    ἄρχειν SIG2940.3

    ([place name] Cos); τὰ χ. Pl.Lg. 683c, 915d.
    2 stormy,

    χωρίον Th.2.70

    ; τὸ χ., opp. τὸ εὐδιεινόν, Thphr.Vent.1.
    3 χ. σημεῖον sign of a coming storm, Arist.Pr. 941a2, Thphr.Sign.11.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειμερινός

См. также в других словарях:

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ανατολικό Ζήτημα — Ονομάστηκε έτσι η πολύπλοκη πολιτική κατάσταση που δημιουργήθηκε στη Βαλκανική χερσόνησο και στην Εγγύς Ανατολή από τον ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων οι οποίες, παρακολουθώντας την εξασθένηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, κυρίως μετά την… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… …   Dictionary of Greek

  • Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… …   Dictionary of Greek

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»