-
1 προπειράομαι
A try or prove before, τινος Luc.Herm. 53, Vett.Val.168.1, D.C.51.11; [tense] pf. part.- πεπειραμένος J.AJ9.4.4
, Gal.13.861.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προπειράομαι
-
2 προπειρώμενον
προπειράομαιtry: pres part mp masc acc sgπροπειράομαιtry: pres part mp neut nom /voc /acc sgπροπειράζωfut part mid masc acc sgπροπειράζωfut part mid neut nom /voc /acc sg -
3 προπειρώνται
προπειράομαιtry: pres subj mp 3rd pl (attic epic ionic)προπειράομαιtry: pres ind mp 3rd plπροπειράομαιtry: pres subj mp 3rd pl (attic epic doric ionic)προπειράζωfut ind mid 3rd pl -
4 προπειρῶνται
προπειράομαιtry: pres subj mp 3rd pl (attic epic ionic)προπειράομαιtry: pres ind mp 3rd plπροπειράομαιtry: pres subj mp 3rd pl (attic epic doric ionic)προπειράζωfut ind mid 3rd pl -
5 προπειραθήναι
προπειρᾱθῆναι, προπειράομαιtry: aor inf mp (attic)προπειρᾱθῆναι, προπειράομαιtry: aor inf mp (doric aeolic) -
6 προπειραθῆναι
προπειρᾱθῆναι, προπειράομαιtry: aor inf mp (attic)προπειρᾱθῆναι, προπειράομαιtry: aor inf mp (doric aeolic) -
7 προπειραθείσα
προπειρᾱθεῖσα, προπειράομαιtry: aor part mp fem nom /voc sg (attic)προπειρᾱθεῖσα, προπειράομαιtry: aor part mp fem nom /voc sg (doric aeolic) -
8 προπειραθεῖσα
προπειρᾱθεῖσα, προπειράομαιtry: aor part mp fem nom /voc sg (attic)προπειρᾱθεῖσα, προπειράομαιtry: aor part mp fem nom /voc sg (doric aeolic) -
9 προπειραθείς
προπειρᾱθείς, προπειράομαιtry: aor part mp masc nom /voc sg (attic)προπειρᾱθείς, προπειράομαιtry: aor part mp masc nom /voc sg (doric aeolic) -
10 προπειραθέντων
προπειρᾱθέντων, προπειράομαιtry: aor part mp masc /neut gen pl (attic)προπειρᾱθέντων, προπειράομαιtry: aor part mp masc /neut gen pl (doric aeolic) -
11 προπειρασαμένη
προπειρᾱσαμένη, προπειράομαιtry: aor part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic)προπειρᾱσαμένη, προπειράομαιtry: aor part mp fem nom /voc sg (attic epic doric ionic aeolic)προπειράζωaor part mid fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
12 προπειράσθαι
-
13 προπειρᾶσθαι
См. также в других словарях:
προπειρῶνται — προπειράομαι try pres subj mp 3rd pl (attic epic ionic) προπειράομαι try pres ind mp 3rd pl προπειράομαι try pres subj mp 3rd pl (attic epic doric ionic) προπειράζω fut ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπειρώμενον — προπειράομαι try pres part mp masc acc sg προπειράομαι try pres part mp neut nom/voc/acc sg προπειράζω fut part mid masc acc sg προπειράζω fut part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπειρᾶσθαι — προπειράομαι try pres inf mp προπειράζω fut inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπειραθεῖσα — προπειρᾱθεῖσα , προπειράομαι try aor part mp fem nom/voc sg (attic) προπειρᾱθεῖσα , προπειράομαι try aor part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπειραθείς — προπειρᾱθείς , προπειράομαι try aor part mp masc nom/voc sg (attic) προπειρᾱθείς , προπειράομαι try aor part mp masc nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπειραθῆναι — προπειρᾱθῆναι , προπειράομαι try aor inf mp (attic) προπειρᾱθῆναι , προπειράομαι try aor inf mp (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπειραθέντων — προπειρᾱθέντων , προπειράομαι try aor part mp masc/neut gen pl (attic) προπειρᾱθέντων , προπειράομαι try aor part mp masc/neut gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπειρασαμένη — προπειρᾱσαμένη , προπειράομαι try aor part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) προπειρᾱσαμένη , προπειράομαι try aor part mp fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) προπειράζω aor part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)