Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

προπέρῠσι

  • 1 позапрошлый

    επ.
    προπερασμένος, προπαρελ-θών•

    позапрошлый год προπέρυσι, πρόπερσι.

    Большой русско-греческий словарь > позапрошлый

  • 2 третий

    -ья, -ье (τακτ. αριθμητικό).
    1. τρίτος•

    третий год τρίτος χρόνος•

    третий урок τρίτο μάθημα.

    2. άσχετος με ένα ζήτημα•

    решение спора -ьим лицом λύση της διαφοράς από τρίτο πρόσωπο.

    || κατώτερος•

    чай -ьего сорта τσάι τρίτης ποιότητας.

    ουσ. το τρίτο (κατά σειρά προσφερόμενο) φαγητό.
    3. (παρνθ. λ.) τρίτον.
    4. ουσ. -ья θ. το τρίτο μέρος (του όλου)•

    две -ьих τα δύο τρίτα.

    εκφρ.
    - ье отделениеπαλ. το τρίτο αστυνομικό τμήμα•
    - ье поколение – η τρίτη γενεά (οι εγγονοί)•
    - ья скорость – τρίτη ταχύτητα•
    - ьего дня – προχτές•
    - ьей руки – μέτριος•
    в -ьем году – προπέρυσι•
    в -ьи руки – σε τρίτα χέρια•
    из -ьих рук ή уст (узнать, услышатьκ.τ.τ.) από τρίτο (όχι από τον ίδιο), εξώδικα•
    с -ьими петухами – με το τρίτο λάλημα των κοκόριων (πολύ πρωί)•
    до -ьих петухов – πριν το τρίτο λαλημάτων κο-κορ ιών (πριν τη χαραυγή),

    Большой русско-греческий словарь > третий

  • 3 Ago

    adv.
    Ar. and P. πρότερον.
    A year ago: Ar. and P. πέρυσι.
    Two years ago: P. προπέρυσι.
    Long ago: P. and V. πλαι, P. ἐκ πολλοῦ, V. ἐκ μακροῦ χρόνου.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ago

  • 4 Last

    subs.
    Shoemaker's last: P. καλάπους, ὁ.
    ——————
    adj.
    Of time or position: P. and V. τελευταῖος, ἔσχατος, ὕστατος, V. λοίσθιος, λοῖσθος.
    The very last: Ar. and V. πανύστατος.
    Of degree: P. and V. ἔσχατος, τελευταῖος.
    At last: P. and V. τέλος, V. εἰς τέλος, Ar. and P. τὸ τελευταῖον, or use P. and V. τελευτῶν, agreeing with subject.
    A blow would have been dealt at last: V. κἂν ἐγίγνετο πληγὴ τελευτῶσα (Soph., Ant. 260).
    After a time: P. and V. διὰ χρόνου, χρόνῳ, V. χρόνῳ ποτέ, σὺν χρόνῳ, ἐν χρόνῳ.
    Breathe one's last: P. ἀποψύχειν (Thuc.). V. ἐκπνεῖν, ἐκπνεῖν βίον, ἐκπνεῖν ψυχήν, ποψυχεῖν βίον; see also Die.
    For the last time: P. and V. ὕστατον, ἔσχατον, Ar. and V. πανύστατον, V. πανύστατα.
    To the last: P. εἰς τοὔσχατον (Thuc. 3, 46).
    Last night: V. ἡδὲ νύξ, ἡ νῦν νύξ, P. ἡ παρελθοῦσα νύξ.
    Last year: Ar. and P. πέρυσι(ν).
    Last year's: Ar. and P. περυσινός.
    The year before last: P. προπέρυσι.
    Last winter: P. τοῦ προτέρου χειμῶνος.
    For about the last four hundred years the Lacedaemonians have enjoyed the same constitution: P. ἔτη ἐστι μάλιστα τετρακόσια... ἀφʼ οὗ οἱ Λακεδαιμόνοι τῇ αὑτῇ πολιτείᾳ χρῶνται (Thuc. 1, 18).
    In the last few days: P. ἐν ταῖσδε ταῖς ὀλίγαις ἡμέραις (Plat., Crito, 49A).
    For the last ten years I have wasted in misery: V. ἀπόλλυμαι τάλας ἔτος τόδʼ ἤδη δέκατον (Soph., Phil. 311).
    Last offices to the dead: P. τὰ νομιζόμενα, V. κτερίσματα, τὰ, τὰ πρόσφορα.
    Pay last offices to, v.: V. γαπᾶν (acc.) (Eur. Supp. 764; Hel. 937), γαπάζειν (Eur., Phoen. 1327), P. νομιζόμενα ποιεῖν (dat.).
    ——————
    v. intrans.
    P. and V. μένειν, παραμένειν, ἀντέχειν, P. συμμένειν. V. ζῆν, Ar. and P. διαγίγνεσθαι,
    Hold good: P. and V. ἐμμένειν.
    Be prolonged: P. and V. χρονίζεσθαι, V. χρονίζειν.
    V. trans. Suffice: P. and V. ἀρκεῖν (dat.), ἐξαρκεῖν (dat.); see Suffice.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Last

  • 5 Year

    subs.
    P. and V. ἔτος, τό, ἐνιαυτός, ὁ; see Season.
    A year old, adj.: P. ἐνιαύσιος.
    Lasting a year: P. and V. ἐνιαύσιος, ἐτήσιος, P ἐπέτειος (Dem. 651). V. ἔτειος.
    This year: use adv., Ar. τῆτες.
    Last year: use adv., Ar. and V. πέρυσι(ν).
    Of last year, adj.: Ar., and P. περυσινός.
    The year before last: use adv., P. προπέρυσι(ν).
    Every year: P. κατὰ ἔτος ἕκαστον, κατʼ ἐνιαυτόν, V. πᾶν ἔτος.
    Twice a year: V. δὶς τοῦ ἐνιαυτοῦ.
    In a space of ten years: V. δεκασπόρῳ χρόνῳ (Eur., Tro. 20).
    A space of ten years.: P. χρόνος δεκαέτηρος, ὁ (Plat.).
    Having been a year gone: V. ἐνιαύσιος βεβώς (Soph., Trach. 165).
    Saved after many years: V. πολυετὴς σεσωσμένος (Eur., Or. 473).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Year

См. также в других словарях:

  • προπέρυσι — και προπέρσι και πρόπερσι πριν από δύο χρόνια: Προπέρσι πήγαμε στο νησί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προπέρυσι — two years ago indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπέρυσι — ΝΜΑ, και πρόπερσι Ν, προπέρυσιν και αττ. τ. πρωπέρυσιν Α επίρρ. κατά το χρονικό διάστημα που προηγήθηκε τού περασμένου έτους, ένα έτος πριν από το περυσινό, πριν από δύο χρόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πέρυσι* / πέρσι] …   Dictionary of Greek

  • προπέρυσιν — προπέρυσι two years ago indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωπέρυσιν — προπέρυσι two years ago attic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

  • προπερυσινός — ή, ό και προπερύσινος, η, ο / προπερυσινός, ή, όν και προπερυσινος, ίνη, ον, ΝΜΑ, και προπέρσινος, η, ο και προπερσινός, ή, ό Ν, προπερσινός, ή, όν Α [προπέρυσι] αυτός που έγινε ή υπήρξε το προπερασμένο έτος, πριν από δύο χρόνια …   Dictionary of Greek

  • πρωπέρυσιν — Α επίρρ. βλ. προπέρυσι …   Dictionary of Greek

  • πρόπερσι — Ν επίρρ. (δ. γρφ.) βλ. προπέρυσι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»