-
21 προκάμνειν
προκάμνωwork: pres inf act (attic epic) -
22 προκάμνοιτε
προκάμνωwork: pres opt act 2nd pl -
23 προκάμνοντας
προκάμνωwork: pres part act masc acc pl -
24 προκάμνοντες
προκάμνωwork: pres part act masc nom /voc pl -
25 προκάμωμεν
προκάμνωwork: aor subj act 1st pl -
26 προκάμωσι
προκάμνωwork: aor subj act 3rd pl -
27 προκαμνούσας
προκαμνούσᾱς, προκάμνωwork: pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)προκαμνούσᾱς, προκάμνωwork: pres part act fem gen sg (doric) -
28 προκεκμηκυίας
προκεκμηκυί̱ᾱς, προκάμνωwork: perf part act fem acc plπροκεκμηκυί̱ᾱς, προκάμνωwork: perf part act fem gen sg (attic doric aeolic) -
29 προκάμη
-
30 προκάμῃ
-
31 προέκαμνον
προέκαμνον, προκάμνωwork: imperf ind act 3rd plπροέκαμνον, προκάμνωwork: imperf ind act 1st sg -
32 προέκαμον
προέκαμον, προκάμνωwork: aor ind act 3rd plπροέκαμον, προκάμνωwork: aor ind act 1st sg -
33 προεκάμνετε
προεκάμνετε, προκάμνωwork: imperf ind act 2nd pl -
34 προκαμείν
-
35 προκαμεῖν
-
36 προκαμούσα
-
37 προκαμοῦσα
-
38 προκαμούσι
-
39 προκαμοῦσι
-
40 προκεκμηκυία
См. также в других словарях:
προκάμνω — Α 1. εργάζομαι, κοπιάζω εκ τών προτέρων 2. κοπιάζω για να υπερασπιστώ κάποιον 3. αποκάμνω («μὴ πρόκαμνε τόνδε βουκουλόμενος πόνον», Αισχύλ.) 4. έχω προηγούμενη ασθένεια, πάσχω από κάτι εκ τών προτέρων 5. στενοχωριέμαι εκ τών προτέρων για κάτι.… … Dictionary of Greek
προκαμόν — προκάμνω work aor part act masc voc sg προκάμνω work aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαμόντων — προκάμνω work aor part act masc/neut gen pl προκάμνω work aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκάμνουσι — προκάμνω work pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προκάμνω work pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκάμνουσιν — προκάμνω work pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προκάμνω work pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκάμῃ — προκάμνω work aor subj mp 2nd sg προκάμνω work aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκέκμηκεν — προκάμνω work perf ind act 3rd sg προκάμνω work plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόκαμνε — προκάμνω work pres imperat act 2nd sg προκάμνω work imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαμεῖν — προκάμνω work aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαμοῦσα — προκάμνω work aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαμοῦσι — προκάμνω work aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)