Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

προκαλῶ

  • 1 προκαλώ

    προκαλέω
    call forth: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    προκαλέω
    call forth: pres ind act 1st sg (attic epic doric)
    προκαλέω
    call forth: fut ind act 1st sg (attic epic doric)
    προκαλέω
    call forth: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    προκαλέω
    call forth: pres ind act 1st sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > προκαλώ

  • 2 προκαλῶ

    προκαλέω
    call forth: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    προκαλέω
    call forth: pres ind act 1st sg (attic epic doric)
    προκαλέω
    call forth: fut ind act 1st sg (attic epic doric)
    προκαλέω
    call forth: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    προκαλέω
    call forth: pres ind act 1st sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > προκαλῶ

  • 3 προκαλώ

    1) cause
    2) challenge
    3) induce
    4) provoke

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > προκαλώ

См. также в других словарях:

  • προκαλώ — προκαλῶ, έω, Ν Μ Α [καλώ] καλώ κάποιον σε αναμέτρηση (α. «προκαλώ σε μάχη» β. «ἴθι νῡν προκάλεσσαι Μενέλαον ἐξαῡτις μαχέσασθαι», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. ερεθίζω, διεγείρω («τόν προκαλούσε με τα καμώματά της») 2. γίνομαι αιτία, προξενώ, επιφέρω (α.… …   Dictionary of Greek

  • προκαλώ — προκαλώ, προκάλεσα βλ. πίν. 76 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προκαλώ — προκάλεσα, προκλήθηκα και προκαλέστηκα, προκαλεσμένος 1. καλώ κάποιον σε αναμέτρηση, ερεθίζω, διεγείρω. 2. γίνομαι αίτιος για κάτι, προξενώ: Η τόση αδιαφορία του μου προκαλεί αγανάχτηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προκαλῶ — προκαλέω call forth pres subj act 1st sg (attic epic doric) προκαλέω call forth pres ind act 1st sg (attic epic doric) προκαλέω call forth fut ind act 1st sg (attic epic doric) προκαλέω call forth pres subj act 1st sg (attic epic doric) προκαλέω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγουροφαίνομαι — προκαλώ δυσαρέσκεια, δυσθυμία σε κάποιον, τού κακοφαίνομαι, ξινοφαίνομαι …   Dictionary of Greek

  • αναισθητίζω — προκαλώ απονάρκωση των αισθήσεων με κατάλληλα φάρμακα, ναρκώνω, υπνώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναίσθητος. ΠΑΡ. αναισθήτιση] …   Dictionary of Greek

  • αναισθητοποιώ — προκαλώ σωματική αναισθησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναίσθητος + ποιώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αναισθητοποίηση] …   Dictionary of Greek

  • απογοητεύω — προκαλώ απογοήτευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + γοητεύω. Η λ. μαρτυρείται στον Ν. Σαρίπολο. Ο τ. απαγοητεύω (αντί απογοητεύω) είναι εσφαλμένος και οφείλεται σε παρετυμολογική σύνδεση της λ. με σύνθετα όπως απαγορεύω, απαθανατίζω κ.τ.ό. (πρβλ. και… …   Dictionary of Greek

  • δυναμιτίζω — προκαλώ με ενέργειες ή λόγους σοβαρές κρίσεις («δυναμιτίζει τη συνεννόηση, το ήπιο κλίμα κ.λπ.») …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρολύω — προκαλώ ή επιφέρω ηλεκτρόλυση …   Dictionary of Greek

  • κατασυγχύζω — προκαλώ σε κάποιον πολύ μεγάλη σύγχυση, συγκλονίζω, αναστατώνω, συνταράσσω κάποιον …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»