-
1 προεγχειρέω
προ-εγ-χειρέω, vorher Hand anlegen, angreifen
См. также в других словарях:
προεγχειρῆσαι — προεγχειρέω attempt before the time aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 προεγχειρέω
προεγχειρῆσαι — προεγχειρέω attempt before the time aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)