-
1 προγονος
I21) ранее родившийся, старший годами(ἔριφος Hom.)
2) положивший начало роду, зиждительный(Ζεύς Eur.; θεοί Plat.)
IIὅ прародитель, предок Her., Pind., Eur. etc.ἐκ προγόνων Plat. — с древнейших времен -
2 πρόγονος
πρόγονοςearly-born: masc nom sg -
3 πρόγονος
πρόγονος (-ον, -οι, -ων.)1 ancestorἐκάλεσσε Ποσειδᾶν' εὐρυβίαν, ὃν πρόγονον O. 6.59
κείνων δ' ἔσαν χαλκάσπιδες ὑμέτεροι πρόγονοι O. 9.54
“ μεγάλαν προγόνων τιμὰν δάσασθαι” P. 4.148ἄγοντι δέ με νῖκαι, ὦ Μεγάκλεες, ὑμαί τε καὶ προγόνων P. 7.17
αὖτις ἐγεῖραι καὶ παλαιὰν δόξαν ἑῶν προγόνων P. 9.105
ἐν τίν κ' ἐθέλοι ναίειν προγόνωνἐυκτήμοναζαθέαν ἄγυιαν N. 7.92
-
4 πρόγονος
πρόγονος, ον (Hom. et al.) ‘born early’ or ‘before’ (Mel., HE 4, 26, 7) in our lit. only subst. in the pl. οἱ πρόγονοι (Pind.+; ins, pap, LXX; EpArist 19; Philo; Jos., Ant. 12, 150, C. Ap. 2, 157; Just.; Mel.; Ath. 30, 2, R. 16 p. 68, 9) parents, forebears, ancestors: ἀμοιβὰς ἀποδιδόναι τοῖς προγόνοις to requite their (living) forebears (i.e. parents/grandparents etc.) 1 Ti 5:4. ἀπὸ προγόνων from my ancestors = as my ancestors did (OGI 485, 3; 529, 1; IMagnMai 163, 2; 164, 3) 2 Ti 1:3.—B. 119. DELG s.v. γίγνομαι B p. 223. M-M. -
5 πρόγονος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πρόγονος
-
6 πρόγονος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πρόγονος
-
7 πρόγονος
ο предок;οι πρόγονοι — предки
-
8 προγονός
ο см. προγόνι -
9 πρόγονος
ранее родившийся; как сущ. прародитель, предок.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πρόγονος
-
10 πρόγονος
[прогонос] ουσ. а. предок.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πρόγονος
-
11 πρόγονος
[прогонос] ουσ α предок. -
12 πρόγονος
A early-born, [ ἄρνες], opp. μέτασσαι, Od.9.221, cf. Hermesian. 7.74, SIG1038.9 (Eleusis, iv/iii B.C.); first-born, IG 2.1301 (dub.).2 = ἀπόγονος 1, dub. in D.H.7.50.II forefather, ancestor, Pi.O.6.59; , cf. Hel.15, Pl. Euthphr. 11b: freq. in pl., Pi.P.9.105, A.Pers. 405, Hdt.7.150, etc.;οἱ ἄνωθεν π. Pl.Mx. 236e
;οἱ πάλαι π. Id.Ep. 359d
;ἐκ προγόνων Id.Tht. 173d
; also of gods or heroes who are the authors or founders of a race, A.Fr. 273, Hdt.4.127, Pl.Smp. 186e, Isoc.9.14, etc.;Ζεῦ πρόγονε E.Or. 1242
;θεοὶ π. Pl.Euthd. 302d
: also as fem.,π. γυνή A.Supp. 533
(lyr.), cf. 43(lyr.): metaph., οἱ π. the fathers or founders of a school, Luc.Herm.15;τὸν π. τῆς ἐμαυτοῦ σοφίας Philostr.VA8.7
; ἰὼ πόνοι π. πόνων troubles parents of troubles, S.Aj. 1197(lyr.).III child by a former marriage, step-son, E. Ion 1329, D.H.Isoc.18, Mon.Anc.Gr. 16.9, Luc.Cal.26, Supp.Epigr.6.667 ([place name] Attalia), PFay.48.3(i A.D.), etc.: fem., step-daughter, Stratt.79, Is.12.5, Hyp.Fr.10, D.S.4.43, Plu.Pomp.9; rarely προγόνη (q.v.): irreg. [comp] Sup. προγονέστατος eldest step-son, dub. in TAM2(1).246.18 ([place name] Sidyma).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόγονος
-
13 πρόγονος
πρό-γονος: pl., earlier-born lambs, ‘spring lambs,’ ‘firstlings,’ Od. 9.221†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πρόγονος
-
14 πρόγονος
πρό-γονος, vorher geboren, also älter; οἱ πρόγονοι, die Voreltern, Vorfahren--------------------------------πρό-γονος, ὁ, der vor der Ehe, in einer frühern Ehe geborne, der Stiefsohn -
15 πρόγονος
ancêtre -
16 πρόγονος
przodek (m) rzecz. -
17 πρόγονος
předek -
18 πρόγονος
ancestorΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πρόγονος
-
19 ancêtre
πρόγονος -
20 ancestor
πρόγονος
См. также в других словарях:
προγονός — προγονός, ο θηλ. ή το παιδί του ενός των συζύγων από προηγούμενο γάμο σε σχέση με το νέο ή νέα σύζυγο, αλλ. προγόνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρόγονος — early born masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόγονος — ο / πρόγονος, ον, ΝΜΑ, μτγν. τ. ουσ. πρόγονος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που προϋπήρξε, αυτός από τον οποίο κατάγεται κάποιος, προπάτωρ («πατρὸς σου πρόγονος πατήρ», Ευρ.) 2. συν. στον πληθ. οι πρόγονοι οι προπάτορες αρχ. 1. ως επίθ. α) αυτός που… … Dictionary of Greek
προγονός — ο, θηλ. προγονή, Ν παιδί τού ενός από τους δύο συζύγους από προηγούμενο γάμο σε σχέση με τον νέο ή τη νέα σύζυγο, προγόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόγονος με καταβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek
πρόγονος — ο 1. ο συγγενής που έζησε πριν από κάποιον. 2. αυτός από τον οποίο κατάγεται κανείς, ο προπάτορας: Οι πρόγονοί μου ήταν νησιώτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προγόνοιο — πρόγονος early born masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγόνοις — πρόγονος early born masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγόνοισιν — πρόγονος early born masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγόνου — πρόγονος early born masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγόνους — πρόγονος early born masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγόνων — πρόγονος early born masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)