-
1 ὑπερείδω
A- σω Diog.Oen.20
: [tense] pf. [voice] Pass.ὑπερήρεισμαι Arist. PA 695a7
;ὑπήρεισμαι Str.17.1.37
, D.S.1.47:—put under as a support,λάβρον ὑπερεῖσαι λίθον Pi.N.8.47
; τὸν ἀέρα ὑ. (sc. τῇ γῇ) Pl. Phd. 99b;ὑπερείδουσιν ἐσωτάτω τὸ σκέλος Gal.18(1).591
:—[voice] Pass.,τοῖς τετράποσι πρὸς τὸ βάρος σκέλη ἐμπρόσθια ὑπερήρεισται Arist.
l. c., cf. IA 710b30, J.AJ8.3.5.II under-prop, support,τὴν ὀροφήν Plu.Rom.28
;προβλήματα διὰ παραδειγμάτων Id.Marc.14
;τοὺς νεανίας Com.Adesp.1302
: abs.,τὰ -ερείδοντα [σώματα] Epicur.Ep.1p.7U.
:—[voice] Pass., Str. l.c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερείδω
См. также в других словарях:
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek