Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

προβιβά

  • 1 повышение

    повышение
    с
    1. (высокое место) ἡ ὕψωση, τό ἀνέβασμα·
    2. (увеличение) ἡ αὐξηση [-ις]:
    \повышение производительности труда τό ἀνέβασμα τής παραγωγικότητας τής ἐργασίας· \повышение цен ἡ ὕψωση [-ις] τῶν τιμῶν
    3. (по службе) ἡ προαγωγή, ὁ προβιβα-σμός:
    он получил \повышение πήρε προαγωγή, πήρε προβιβασμό.

    Русско-новогреческий словарь > повышение

См. также в других словарях:

  • προβιβάσας — προβιβά̱σᾱς , προβιβάζω cause to step forward fut part act fem acc pl (doric) προβιβά̱σᾱς , προβιβάζω cause to step forward fut part act fem gen sg (doric) προβιβά̱σᾱς , προβιβάζω cause to step forward fut part act fem acc pl (attic doric)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβιβάσαι — προβιβά̱σᾱͅ , προβιβάζω cause to step forward fut part act fem dat sg (doric) προβιβά̱σᾱͅ , προβιβάζω cause to step forward fut part act fem dat sg (attic doric) προβιβάζω cause to step forward aor inf act προβιβάσαῑ , προβιβάζω cause to step… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβιβάς — προβιβά̱ς , πρό βίβημι to stride pres part act masc nom/voc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβιβάσθων — πρό βιβάσθω striding pres part act masc nom sg προβιβά̱σθων , πρό βιβάω stride pres imperat mp 3rd pl προβιβά̱σθων , πρό βιβάω stride pres imperat mp 3rd dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»