Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

προβατεία

См. также в других словарях:

  • προβατεία — προβατείᾱ , προβάτειος of a sheep fem nom/voc/acc dual προβατείᾱ , προβάτειος of a sheep fem nom/voc sg (attic doric aeolic) προβατείᾱ , προβατεία keeping of sheep fem nom/voc/acc dual προβατείᾱ , προβατεία keeping of sheep fem nom/voc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβατείᾳ — προβατείᾱͅ , προβάτειος of a sheep fem dat sg (attic doric aeolic) προβατείᾱͅ , προβατεία keeping of sheep fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβατεία — ἡ, Α [προβατεύω] 1. η φύλαξη και η φροντίδα προβάτων 2. συνεκδ. ο βίος και το επάγγελμα τού ποιμένα («Αίγικορεῑς δὲ τοὺς ἐπὶ νομαῑς καὶ προβατείαις διατρίβοντας», Πλούτ.) 3. περιουσία σε πρόβατα ή ποίμνιο προβάτων, πρόβασις* …   Dictionary of Greek

  • προβάτεια — προβάτειον of a sheep neut nom/voc/acc pl προβάτειος of a sheep neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβατείας — προβατείᾱς , προβάτειος of a sheep fem acc pl προβατείᾱς , προβάτειος of a sheep fem gen sg (attic doric aeolic) προβατείᾱς , προβατεία keeping of sheep fem acc pl προβατείᾱς , προβατεία keeping of sheep fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβατείαν — προβατείᾱν , προβάτειος of a sheep fem acc sg (attic doric aeolic) προβατείᾱν , προβατεία keeping of sheep fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβατεῖαι — προβατεία keeping of sheep fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβατείαις — προβάτειος of a sheep fem dat pl προβατεία keeping of sheep fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»